-
1 καταμαντευομαι
См. также в других словарях:
κλειδομαντεία — η (κυρίως κατά τον μεσαίωνα) είδος τεχνητής μαντείας με κλειδί η οποία γίνεται κατά διαφόρους τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδί + μαντεία (< μαντεία < μαντεύομαι)] … Dictionary of Greek
οττεύομαι — ὀττεύομαι (Α) 1. μαντεύω από κάποιο προφητικό ήχο ή φωνή («ὀττεύεσθαι ταῑς τούτων κληδόσι», Πλούτ.) 2. προαισθάνομαι, προμαντεύω κάτι («τὸ μέλλον ὀττευσάμενοι», Πολ.) 3. (με απρμφ.) προαισθάνομαι ότι, προβλέπω ότι, προλέγω ότι 4. θεωρώ κάτι ως… … Dictionary of Greek