-
1 μείγνυμι
Grammatical information: v.Meaning: `mix, bring together, connect', midd. `mix with each other, convene in battle' (Il.).Other forms: (- μιγ-, s. below; posthom.), - ύω (X., Arist.), μίσγω (Hom., IA. usw.), ὀνεμείχνυτο (Sapph.), aor. μεῖξαι, midd. (ep.) μίκτο (σ- or root aor., Schwyzer 751, Chantraine Gramm. hom. 1, 383), pass. μιγῆναι with fut. - ήσομαι, μ(ε)ιχθῆναι with - ήσομαι, fut. μείξω, - ομαι, perf. midd. μέμ(ε)ιγμαι; act. (hell.) μέμιχα.Compounds: Very often with prefix, e.g συν-, ἐπι-, κατα-, ἀνα-. As 1. member in governing compp. μ(ε)ιξ(ο)-, e.g. μιξ-έλληνες pl. `mixed-, halfhellenes' (Hellanik., hell.), μ(ε)ιξό-θροος `mixing the crying, with mixed crys' (A.); also μισγ-, esp in μισγ-άγκεια f. `place, where clefts meet' (Δ 453), from *μισγ-αγκής, s. Schwyzer 442, Sommer Nominalkomp. 174 f., Chantraine Gramm. hom. 1, 15. As 2. member in παμ-, ἀνα-, συμ-μιγής etc. (IA.); from there μιγής (Nic-.; Schwyzer 426 a. 513), ἀνα-, ἐπι-μίξ adv. `mixed' (Il.).Derivatives: Few derivv. 1. ( σύμ-) μεῖξις (- ι-) `mixing etc.' (IA.; Holt Les noms d'action en - σις 100 A. 2); 2. μεῖγμα (- ί-) `mixing' (Emp., Anaxag., Arist.; μεῖχμ[α] Alc.); 3. ἐπιμ(ε)ιξία, - ίη `mixing, intercourse' (IA.); from ἐπίμ(ε)ικ-τος. 4. μιγάς, - άδος m. f. `mixed, together' (Att.). 5. Several adverbs: ( σύμ-)μίγα, μιγά-δην, - δις, μίγ-δα, - δην (ep. poet.). 6. μιγάζομαι `mix, unite' (θ 271: μίγα, μιγάς; Schwyzer 734).Origin: IE [Indo-European] [714] *meiǵ\/ḱ- `mix'.Etymology: Whether μίγνυμι, which is fequent in mss., is an original zero grade, is very doubtful. Prob. μείγνυμι, built after μεῖξαι, μείξω was early (Schwyzer 697 w. n. 5). Also for other, in principle zero grade forms ( μίξις, ( σύμ) - μικτος, μέμιγμαι) the full grade is often found, μεῖξις etc. For the media in μίσγω, if from *μίγ-σκ-ω (diff. Wackernagel KZ 33, 39 = Kl. Schr. 1, 718: from *μι-μσγ-ω to Lat. mergō etc.), μιγῆναι, μίγα all other languages have tenuis, IE *m(e)iḱ-: Skt. miś-rá- = Lith. mìš-ras `mixed', Balt., e.g. Lith. miešiù, miẽšti `mix', Slav. (caus.), e.g. OCS měšǫ, měšiti `mix'. An iranian maēz- (IE *meiǵ-) in the sense of `mix', adopted by Smith Lang. 4, 178ff. because of Y. 44, 20, does not exist, s. Humbach Münch. Stud. 2, 7, where de form is connected from maēz- `urinate'. A sḱ-present is also well represented in the West: Lat. misceō, OIr. mesc(a)id `mixes, dips in, confuses', Germ., e.g. OHG miscan, NHG mischen (if not Lat. LW [loanword]). The νυ-present however is limited to Greek (so prob. innovation). The nasalinfixed GAv. minaš-, mostly rendered as `you shall mix' (pres. myāsa-), is by Humbach l.c. also derived from maēz- `urinate'. Indian has a reduplicated s-formation in mí-mikṣ-ati `mix' (prob. prop. desiderative), with perf. mimikṣé, caus. mekṣayati. On themselves stand the full grade forms Skt. pres. myakṣati = Av. myāsa-; on the root analysis s. Kuiper Nasalpräs. 123. Also the aorist μεῖξαι is isolated as well as μιγῆναι and the other forms with γ, which is prob. due to assimilation. -- Details in WP. 2, 244f., Pok.714, W. -Hofmann and Ernout-Meillet s. misceō, Fraenkel s. miẽšti, Vasmer s. mesítь.Page in Frisk: 2,192-193Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μείγνυμι
См. также в других словарях:
μιξάνθρωπος — μιξάνθρωπος, ον (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ άνθρωπος και κατά το ήμισυ θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + ἄνθρωπος] … Dictionary of Greek
μιξέλλην — μιξέλλην, ηνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που είναι κατά το ένα ήμισυ Έλληνας και κατά το άλλο ήμισυ βάρβαρος («οὐκ ὀλίγοι δὲ μιξέλληνες, ὧν οἱ πλείους αὐτόμολοι καὶ δοῡλοι», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + Ἕλλην (πρβλ. μισ έλλην)] … Dictionary of Greek
μιξοβάρβαρος — και μειξοβάρβαρος, η, ο (ΑΜ μιξοβάρβαρος, ον, Α και μειξοβάρβαρος, ον) μη γνήσιος Έλληνας, αυτός που είναι κατά το ένα ήμισυ βάρβαρος και κατά το άλλο ήμισυ Έλληνας νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η μιξοβάρβαρη (για την ελληνική γλώσσα) γλώσσα ανάμικτη… … Dictionary of Greek
μιξόθηρος — μιξόθηρος, ον, αρσ. και μιξόθηρ, ηρος (Α) αυτός που είναι κατά το ένα ήμισυ θηρίο και κατά το άλλο άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θηρος (< θήρ, θηρός), πρβλ. φιλό θηρος] … Dictionary of Greek
μίγδαλοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀναμεμιγμέναι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ τού μίγνυμι/μείγνυμι (πιθ. κατ επίδραση τού επιρρ. μίγδην) + κατάλ. αλος (πρβλ. μάνδ αλος)] … Dictionary of Greek
μεταμίξ — (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) αναμεμιγμένα, ανάμικτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μίξ (< μίγνυμι), πρβλ. ανα μίξ, επι μίξ] … Dictionary of Greek
μιξίας — μιξίας, ὁ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που αναμιγνύει, που ανακατώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + κατάλ. ίας] … Dictionary of Greek
μιξοιφία — μιξοιφία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σαρκική μίξις, συνουσία». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + οιφία (< οἴφω «οχεύω»)] … Dictionary of Greek
μιξοπάρθενος — και μειξοπάρθενος, η, ο (Α μιξοπάρθενος και μειξοπάρθενος, ον) νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η μ(ε)ιξοπάρθενη η μιξοπαρθένα αρχ. (για την έχιδνα και για τη Σφίγγα) αυτή που είναι κατά το ήμισυ παρθένος ή που έχει τη μορφή παρθένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ.… … Dictionary of Greek
μισγάγκεια — η (Α μισγάγκεια) η κατά μήκος μιας ποτάμιας κοίτης νοητή γραμμή που συνδέει όλα τα σημεία με το μέγιστο βάθος και διά μέσου τής οποίας γίνεται η ροή τού νερού αρχ. 1. τόπος όπου συναντώνται δύο ή περισσότερες κοιλάδες και όπου συγκεντρώνονται τα… … Dictionary of Greek