-
1 καταλαλεω
1) рассказывать, разбалтывать(τοῖς θύραζέ τι Arph.)
κ. πολλά τινος Luc. — рассказывать кому-л. всякую всячину2) наговаривать, злословить, хулить(τινα и τι Polyb.; τινος Diod.; ἀλλήλων NT.)
См. также в других словарях:
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek