-
21 καταθρῴσκοντα
κατά-θρῴσκωleap: pres part act neut nom /voc /acc plκατά-θρῴσκωleap: pres part act masc acc sg -
22 καταθρωσκω
(fut. καταθοροῦμαι, aor. 2 κατέθορον)1) спрыгивать, соскакивать(ἐς μέσσον Hom. - in tmesi; ἀπὸ τῶν ἵππων Her.)
2) перепрыгивать, перескакивать(τέν αἱμασιάν Her.)
-
23 καταθορείν
-
24 καταθορεῖν
-
25 καταθορούσαν
-
26 καταθοροῦσαν
-
27 καταθρώσκων
-
28 καταθρῴσκων
-
29 συγκαταθρώσκειν
σύν, κατά-θρῴσκωleap: pres inf act (attic epic) -
30 θόρνυμαι
θόρνυμαι, = ϑρώσκω, sich begatten; ἐπεὰν ϑορνύωνται κατὰ ζεύγεα Her. 3, 109; Nic. Ther. 130; p. bei Eust. Il. 1057. – Pass. ist Theol. arithm. p. 45, 35 ὁ γόνος τῷ ἄῤῥενι ϑόρνυται εἰς τὴν γυναικείαν μήτραν.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… … Dictionary of Greek
καταθορόν — κατά θρῴσκω leap aor part act masc voc sg κατά θρῴσκω leap aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθορόντων — κατά θρῴσκω leap aor part act masc/neut gen pl κατά θρῴσκω leap aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθρωσκόντων — κατά θρῴσκω leap pres part act masc/neut gen pl κατά θρῴσκω leap pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθρῴσκοντα — κατά θρῴσκω leap pres part act neut nom/voc/acc pl κατά θρῴσκω leap pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθρώσκει — κατά θρῴσκω leap pres ind mp 2nd sg κατά θρῴσκω leap pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθρώσκοντα — κατά θρῴσκω leap pres part act neut nom/voc/acc pl κατά θρῴσκω leap pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθρώσκουσιν — κατά θρῴσκω leap pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατά θρῴσκω leap pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέθορον — κατά θρῴσκω leap aor ind act 3rd pl κατά θρῴσκω leap aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθορεῖν — κατά θρῴσκω leap aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθοροῦσαν — κατά θρῴσκω leap aor part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)