-
1 καταβλητικός
A fit for throwing off horseback, X. Eq.8.11; of throwing in wrestling,τέχνη Gal.Thras.45
: c. gen.,κ. τοῦ μεγέθους τῆς Ἑλλάδος D.H.Th.19
: metaph., fond of confuting,τῶν πέλας Gal.9.217
; abusive, Phld.Lib.p.18 O.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβλητικός
См. также в других словарях:
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek