-
1 καταφθιω
(pass.: 3 л. sing. aor. κατέφθιτο, part. καταφθίμενος, inf. καταφθίσθαι) губить(τινά Hom., Soph.)
; уничтожать(παλαιὰς διανομάς Aesch.)
; pass. погибать, гибнуть, исчезатьὡς ἀγαθὸν καὴ παῖδα καταφθιμένοιο λιπέσθαι ἀνδρός Hom. — как хорошо, когда у погибшего мужа остается сын;
ἤϊα πάντα κατέφθιτο Hom. — все дорожные припасы были истрачены;οἱ καταφθίμενοι HH. — мертвецы;ἐπεὴ δὲ φέγγος ἡλίου κατέφθιτο Aesch. — когда же погас свет солнца
См. также в других словарях:
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek