-
1 καταφαυλίζω
κατα-φαυλίζω, geringschätzen, verachten
См. также в других словарях:
καταφαυλίζω — (Α) χαρακτηρίζω κάτι ως ευτελές, ασήμαντο, καταφρονώ, μιλώ περιφρονητικά για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φαυλίζω «θεωρώ κάτι ευτελές, υποτιμώ] … Dictionary of Greek
καταφαυλίζων — καταφαυλίζω depreciate pres part act masc nom sg καταφαυλίζω depreciate pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)