-
1 κατατετραίνω
κατατετραίνω, found as [tense] pres. only in the form [suff] καταταρτᾰρ-τιτράω Gal.11.402: [tense] aor. 1 - έτρησα Plu.2.689c:—A bore through, perforate, ll.cc.: usu. in [tense] pf. [voice] Pass., σήραγγας κατατετρημένας cavities bored through it, Pl.Ti. 70c, cf. Str.15.1.36;ὁ πλεύμων πόροις κατατέτρηται Plu.2.699a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατετραίνω
См. также в других словарях:
σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… … Dictionary of Greek