Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κατατέμνω

  • 1 кромсать

    кромсать
    несов разг κομματιάζω, λιανίζω, κατατέμνω, κατακόβω:
    \кромсать материю κατακόβω τό ὕφασμα.

    Русско-новогреческий словарь > кромсать

  • 2 раздроблять

    раздроблять
    несов
    1. θρυμματίζω, κάνω κομμάτια, κατακερματίζω, σπάνω:
    \раздроблять кость σπάνω τό κόκκαλο·
    2. (расчленять, разделять) κατατέμνω, κομματιάζω (о земле \раздроблять на участки)/ διαμελίζω (о государстве и т. п.).

    Русско-новогреческий словарь > раздроблять

  • 3 дробить

    -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. дробленный, βρ: -лен, -лена, -лею.
    1. σπάζω, θραύω.
    2. μτφ. διαμερώ, διαιρώ σε μέρη, τεμάχια, κομματιάζω, χωρίζω• διασπώ•

    дробить вопрос χωρίζω (κατατέμνω) το ζήτημα σε μέρη•

    дробить силы διασπώ τις δυνάμεις.

    3. χτυπώ διακοφτά και συχνά.
    θραύομαι, σπάζω, διαμερίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > дробить

  • 4 изрубить

    -ублю, -убишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изрубленный, βρ: -лен, «а
    ρ.σ.μ.
    1. κατακόβω, κατατέμνω.
    2. κατασφάζω.

    Большой русско-греческий словарь > изрубить

  • 5 искрошить

    -ошу, -ошишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. искрошенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατατρίβω, κάνω ψίχουλα, καταθρυμματίζω•

    хлеб κάνω ψίχουλα το ψωμί.

    2. μτφ. κατακόβω, κατατέμνω, λιανίζω, πετσοκόβω (με σπαθί).
    τρίβομαι θρυμματίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > искрошить

  • 6 порубить

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω, κόπτω•

    порубить деревья κόβω δέντρα.

    2. κατακόβω, κατατεμαχίζω, κατατέμνω•

    порубить мяса κατατεμαχίζω το κρέας.

    3. (απλ.) τραυματίζω, κόβω (με σπαθί, τσεκούρι κ.τ.τ.).
    4. αμ. κόβω (για ένα χρον. διάστημα).
    μάχομαι, χτυπιέμαι με ψυχρά όπλα.

    Большой русско-греческий словарь > порубить

  • 7 разбить

    разобью, разобьшь, προστκ. разбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбитый, βρ: -бит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•

    разбить камень σπάζω πέτρα•

    разбить тарелку σπάζω πιάτο•

    в дребезги θρυμματίζω, κάνω κομμάτια.

    || μτφ. προξενώ μεγάλο άλγος•

    разбить сердце, душу συντρίβω την καρδιά, την ψυχή.

    || μτφ. χαλνώ, χαντακώνω, καταστρέφω.
    2. χτυπώ δυνατά•

    разбить голову σπάζω το κεφάλι•

    разбить нос в кровь χτυπώ δυνατά στη μύτη μέχρι αίμα.

    3. χαλνώ, αχρηστεύω. || κουνώ, τραντάζω.
    4. νικώ κατά κράτος, κατανικώ, συντρίβω. || καταπολεμώ, ανατρέπω (για επιχειρήματα, γνώμες κ.τ.τ.).
    5. χωρίζω, διαμελίζω• κατατεμαχίζω, κατατέμνω, κατακομματ ιάζω. || κατανέμω, διαμοιράζω, χωρίζω• διανέμω•

    нас -ли на четыре отряда μας κατένειμαν σε τέσσερα τμήματα.

    || αλλάζω, κάνω ψιλά, λιανά, -νώματα• χαλνώ•

    -ейте мне десять рублей αλλάξτε μου δεηα ρούβλια.

    || χωρίζω, διαζευγνύω (αντρόγυνο κ.τ.τ.).
    6. χαράσσω, σχεδιάζω, οροθετώ, βάζω όρια, σημάδια (για δρόμο, φύτευση κ.τ.τ.).
    7. στήνω, εγκατασταινω• μπήγω (για αντίσκηνα, κατασκήνωση κ.τ.τ.).
    8. χωρίζω με διαστήματα.
    9. χτυπώ, πλατύνω, σφυρηλατώ, σφυροκοπώ.
    10. (ιατρ.) προσβάλλω•

    отец был разбит парали-цом ο πατέρας έπαθε παράλυση.

    1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι• θλώμαι•

    стакан упал и разбился το ποτήρι έπεσε και έσπασε•

    разбить в дребезги καταθρυμματιζομαι, γίνομαι θρύψαλα, συντρίβομαι.

    2. μτφ. καταστρέφομαι•

    жизнь -лась η ζωή έγινα συντρίμμια.

    3. χτυπώ δυνατά, καταχτυπιέμαι•

    упал с лошади и -лся έπεσε από το άλογο και καταχτυπήθηκε.

    4. χαλνώ, αχρηστεύομαι, ζεχαρβαλιάζω (από τα τραντάγματα)•

    телега в дороге -лась το αμάξι ζεχαρβάλιασε στο δρόμο.

    5. χωρίζομαι, διαμοιράζομαι, κατανέμομαι, κομματιάζομαι. || χωρίζω, διαζευγνύομαι• παίρνω διαζύγιο.

    Большой русско-греческий словарь > разбить

  • 8 разрубить

    ρ.σ.μ. (κατά)κόβω, κατατέμνω, κατατεμαχίζω, κατακομματιάζω•

    разрубить полено κόβω κομμάτια το κούτσουρο.

    εκφρ.
    александр македонский -ил гордиев узел сбоим мечом – ο Αλέξανδρος ο μακεδόνας έκοψε το γόρδιο δεσμό με το ξίφος του.

    Большой русско-греческий словарь > разрубить

  • 9 разукрупнить

    ρ.σ.μ. υποδιαιρώ, χωρίζω σε μικρότερα μέρη• κατατέμνω.
    υποδιαιρούμαι, χωρίζομαι σε μικρότερα μέρη• κατατέμνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разукрупнить

  • 10 рассечь

    -еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. рассек
    -ла, -ло-κ. παλ. -ла, -ло; μτχ. παρλθ. χρ. рассекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассеченный
    -чен, -чена, -чено κ. παλ. рассеченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κόβω• κατακόβω, κατατέμνω, κατατεμαχίζω• διαμελίζω, λιανίζω.
    2. σχίζω• ανοίγω•

    рассечь труп σχίζω το πτώμα.

    3. διασχίζω•

    пароход -ек волны το ατμόπλοιο διέσχισε τα κύματα•

    само-лт -к воздух το αεροπλάνο διέσχισε τον αέρα.

    || (δια)χωρίζω•

    шоссе -ло лес на две части ο αυτοκινητόδρομος έκοψε το δάσος στα δυό.

    4. (στρατ.) διασπώ, κάνω ρήγμα.
    (δια)χωρίζομαι•

    нитка -лась η κλωστή χώρισε (στα δυό ή σε περισσότερες κλωστίτσες).

    Большой русско-греческий словарь > рассечь

  • 11 рассредоточить

    -чу, -чишь
    ρ.σ.μ. αποκεντρώνω• κατατέμνω, αραιώνω.
    αποκεντρώνομαι, κατατέμνομαι, αραιώνομαι,.

    Большой русско-греческий словарь > рассредоточить

См. также в других словарях:

  • κατατέμνω — cut in pieces pres subj act 1st sg κατατέμνω cut in pieces pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατέμνω — (AM κατατέμνω, Α και ιων. τ. κατατάμνω) κόβω κάτι σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατακομματιάζω κατακόβω, διαμερίζω αρχ. 1. κόβω δρόμους για την οικοδόμηση πόλεως, ρυμοτομώ 2. κόβω κατά βάθος, κάνω άνοιγμα στη γη 3. περικόπτω, λιγοστεύω κόβοντας 4 …   Dictionary of Greek

  • κατατεμοῦσιν — κατατέμνω cut in pieces aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατατέμνω cut in pieces fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) κατατέμνω cut in pieces fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατετμημένα — κατατέμνω cut in pieces perf part mp neut nom/voc/acc pl κατατετμημένᾱ , κατατέμνω cut in pieces perf part mp fem nom/voc/acc dual κατατετμημένᾱ , κατατέμνω cut in pieces perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατεμεῖν — κατατέμνω cut in pieces aor inf act (attic epic doric) κατατέμνω cut in pieces fut inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατεμνομένων — κατατέμνω cut in pieces pres part mp fem gen pl κατατέμνω cut in pieces pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατεμνόμενον — κατατέμνω cut in pieces pres part mp masc acc sg κατατέμνω cut in pieces pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατεμνόντων — κατατέμνω cut in pieces pres part act masc/neut gen pl κατατέμνω cut in pieces pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατεμοῦσα — κατατέμνω cut in pieces aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) κατατέμνω cut in pieces fut part act fem nom/voc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατεμοῦσαι — κατατέμνω cut in pieces aor part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) κατατέμνω cut in pieces fut part act fem nom/voc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατεμόντων — κατατέμνω cut in pieces aor part act masc/neut gen pl κατατέμνω cut in pieces aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»