-
1 κατασταθμησις
-
2 καταστάθμησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστάθμησις
-
3 καταστάθμησις
κατα-στάθμησις, ἡ, astronomische Beobachtung -
4 καταστάθμησιν
καταστάθμησιςaccurate measurement: fem acc sg
См. также в других словарях:
καταστάθμησις — καταστάθμησις, ἡ (Α) (σχετικά με αστρον. όργανο) η μέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στάθμησις «μέτρηση» (< σταθμῶ «μετρώ»)] … Dictionary of Greek
καταστάθμησιν — καταστάθμησις accurate measurement fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)