-
101 καταστρέψονται
καταστρέφωturn down: fut ind mid 3rd pl -
102 καταστρέψοντας
καταστρέφωturn down: fut part act masc acc pl -
103 καταστρέψοντες
καταστρέφωturn down: fut part act masc nom /voc pl -
104 καταστρέψοντος
καταστρέφωturn down: fut part act masc /neut gen sg -
105 καταστρέψουσα
καταστρέφωturn down: fut part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
106 καταστρέψουσαν
καταστρέφωturn down: fut part act fem acc sg (attic epic doric ionic) -
107 καταστρέψωμεν
καταστρέφωturn down: aor subj act 1st pl -
108 καταστρέψων
καταστρέφωturn down: fut part act masc nom sg -
109 καταστρέψωνται
καταστρέφωturn down: aor subj mid 3rd pl -
110 καταστρέψωσι
καταστρέφωturn down: aor subj act 3rd pl -
111 καταστρέψωσιν
καταστρέφωturn down: aor subj act 3rd pl -
112 κατεστραμμέναις
καταστρέφωturn down: perf part mp fem dat pl -
113 κατεστραμμένην
καταστρέφωturn down: perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) -
114 κατεστραμμένης
καταστρέφωturn down: perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) -
115 κατεστραμμένοι
καταστρέφωturn down: perf part mp masc nom /voc pl -
116 κατεστραμμένοις
καταστρέφωturn down: perf part mp masc /neut dat pl -
117 κατεστραμμένος
καταστρέφωturn down: perf part mp masc nom sg -
118 κατεστραμμένου
καταστρέφωturn down: perf part mp masc /neut gen sg -
119 κατεστραμμένους
καταστρέφωturn down: perf part mp masc acc pl -
120 κατεστραμμένως
καταστρέφωturn down: perf part mp masc acc pl (doric)κατεστραμμένωςreversely: indeclform (adverb)
См. также в других словарях:
καταστρέφω — turn down pres subj act 1st sg καταστρέφω turn down pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρέφω — καταστρέφω, κατέστρεψα (σπάν. κατάστρεψα) βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταστρέφω — (AM καταστρέφω) φθείρω, αφανίζω, εξολοθρεύω, επιφέρω παντελή φθορά νεοελλ. 1. φθείρω ηθικά, διαφθείρω, χαλώ 2. διακορεύω παρθένο 3. μέσ. καταστρέφομαι χάνω την περιουσία μου, χρεωκοπώ αρχ. 1. στρέφω το άνω μέρος προς τα κάτω, ανατρέπω,… … Dictionary of Greek
καταστρέφω — κατέστρεψα και κατάστρεψα, καταστράφηκα, καταστρεμμένος και κατεστραμμένος 1. φθείρω, εξολοθρεύω, εξοντώνω: Το κάπνισμα καταστρέφει την υγεία. 2. διαφθείρω: Τον κατάστρεψαν οι κακές παρέες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταστρέφετε — καταστρέφω turn down pres imperat act 2nd pl καταστρέφω turn down pres ind act 2nd pl καταστρέφω turn down imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρέφῃ — καταστρέφω turn down pres subj mp 2nd sg καταστρέφω turn down pres ind mp 2nd sg καταστρέφω turn down pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρέψει — καταστρέφω turn down aor subj act 3rd sg (epic) καταστρέφω turn down fut ind mid 2nd sg καταστρέφω turn down fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρέψουσι — καταστρέφω turn down aor subj act 3rd pl (epic) καταστρέφω turn down fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταστρέφω turn down fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρέψουσιν — καταστρέφω turn down aor subj act 3rd pl (epic) καταστρέφω turn down fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταστρέφω turn down fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρέψω — καταστρέφω turn down aor subj act 1st sg καταστρέφω turn down fut ind act 1st sg καταστρέφω turn down aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρέψῃ — καταστρέφω turn down aor subj mid 2nd sg καταστρέφω turn down aor subj act 3rd sg καταστρέφω turn down fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)