-
1 κατασκευαστής
κατασκευαστήςcontriner: masc nom sg -
2 κατασκευαστής
ο, κατασκευαστήςάστρια η1) изготовитель, -ница; строитель, творец; 2) конструктор; 3) перен. тот, кто фабрикует (слухи и т. п.) -
3 κατασκευαστής
[катаскэвастис] ουσ. а. изготовитель,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατασκευαστής
-
4 κατασκευαστής
[катаскэвастис] ουσ α изготовитель. -
5 κατασκευαστής
2 one who makes provision, commissariat officer, quartermaster, Just.Nov.30.7.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασκευαστής
-
6 κατασκευαστής
κατα-σκευαστής, ὁ, der Einrichtende, Zubereitende -
7 κατασκευαστής
fabricant -
8 κατασκευαστής
1) fabrykant (m) rzecz.2) producent (m) rzecz. -
9 κατασκευαστής
1) továrník2) výrobce -
10 κατασκευαστής
1) maker2) manufacturerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κατασκευαστής
-
11 fabricant
κατασκευαστής -
12 továrník
κατασκευαστής -
13 maker
κατασκευαστής -
14 manufacturer
κατασκευαστής -
15 fabrykant
κατασκευαστής -
16 κατασκευασταί
κατασκευαστήςcontriner: masc nom /voc plκατασκευαστόςartificial: fem nom /voc pl -
17 κατασκευαστήν
κατασκευαστήςcontriner: masc acc sg (attic epic ionic)κατασκευαστόςartificial: fem acc sg (attic epic ionic) -
18 fitilci
κατασκευαστής, πωλητής φυτιλιώνη -
19 yapıcı
κατασκευαστής, οικοδόμος, κτίστης -
20 yapımcı
κατασκευαστής, παραγωγός
См. также в других словарях:
κατασκευαστής — contriner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκευαστής — ο θηλ. κατασκευάστρια (AM κατασκευαστής, θηλ. κατασκευάστρια) [κατασκευάζω] 1. αυτός που κατασκευάζει, αυτός που δημιουργεί («κατασκευαστής επίπλων») 2. αυτός που μηχανεύεται κάτι, ο επινοητής, ο μηχανορράφος μσν. αρχ. ο προμηθευτής τών αναγκαίων … Dictionary of Greek
κατασκευαστής — ο θηλ. κατασκευάστρια 1. αυτός που κατασκευάζει ή κατασκεύασε κάτι: Είναι κατασκευαστής γεφυρών. 2. αυτός που επινοεί κάτι: Είναι κατασκευαστής ψευδών ειδήσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασκευασταῖς — κατασκευαστής contriner masc dat pl κατασκευαστός artificial fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκευασταί — κατασκευαστής contriner masc nom/voc pl κατασκευαστός artificial fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκευαστῇ — κατασκευαστής contriner masc dat sg (attic epic ionic) κατασκευαστός artificial fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκευαστήν — κατασκευαστής contriner masc acc sg (attic epic ionic) κατασκευαστός artificial fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκευαστῶν — κατασκευαστής contriner masc gen pl κατασκευαστός artificial fem gen pl κατασκευαστός artificial masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνοποιός — (I) ο, ΝΑ κατασκευαστής σκηνών, άτομο που έχει ως επάγγελμά του την κατασκευή σκηνών αρχ. 1. κατασκευαστής πραγμάτων που ανήκουν στη σκηνή θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + ποιός*]. (II) ὁ, Α κατασκευαστής σκήνους, δημιουργός σώματος ως κατοικίας… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
βοηθός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Χαλκηδόνα (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αθηναίωνα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλίνιου, εργάστηκε στην αυλή των βασιλιάδων της Περγάμου Άτταλου και Ευμένη και θεωρείται ο… … Dictionary of Greek