Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καταπίνω

  • 101 καταπίνει

    καταπί̱νει, καταπίνω
    gulp: pres ind mp 2nd sg
    καταπί̱νει, καταπίνω
    gulp: pres ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > καταπίνει

  • 102 καταπίνομεν

    καταπί̱νομεν, καταπίνω
    gulp: pres ind act 1st pl
    καταπί̱νομεν, καταπίνω
    gulp: imperf ind act 1st pl (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > καταπίνομεν

  • 103 καταπίνοντα

    καταπί̱νοντα, καταπίνω
    gulp: pres part act neut nom /voc /acc pl
    καταπί̱νοντα, καταπίνω
    gulp: pres part act masc acc sg

    Morphologia Graeca > καταπίνοντα

  • 104 καταπίνοντι

    καταπί̱νοντι, καταπίνω
    gulp: pres part act masc /neut dat sg
    καταπί̱νοντι, καταπίνω
    gulp: pres ind act 3rd pl (doric)

    Morphologia Graeca > καταπίνοντι

  • 105 καταπίνουσι

    καταπί̱νουσι, καταπίνω
    gulp: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)
    καταπί̱νουσι, καταπίνω
    gulp: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > καταπίνουσι

  • 106 καταπίνουσιν

    καταπί̱νουσιν, καταπίνω
    gulp: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)
    καταπί̱νουσιν, καταπίνω
    gulp: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > καταπίνουσιν

  • 107 καταπίονται

    καταπάομαι
    gain possession of: pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic)
    καταπί̱ονται, καταπίνω
    gulp: fut ind mid 3rd pl
    καταπί̱ονται, καταπίνω
    gulp: pres ind mid 3rd pl

    Morphologia Graeca > καταπίονται

  • 108 κατέπινον

    κατέπῑνον, καταπίνω
    gulp: imperf ind act 3rd pl
    κατέπῑνον, καταπίνω
    gulp: imperf ind act 1st sg

    Morphologia Graeca > κατέπινον

  • 109 συγκαταποθείσας

    συγκαταποθείσᾱς, σύν, κατά-ἀποτίθημι
    put away: aor part act fem acc pl
    συγκαταποθείσᾱς, σύν, κατά-ἀποτίθημι
    put away: aor part act fem gen sg (doric aeolic)
    συγκαταποθείσᾱς, σύν-καταπίνω
    gulp: aor part pass fem acc pl
    συγκαταποθείσᾱς, σύν-καταπίνω
    gulp: aor part pass fem gen sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > συγκαταποθείσας

  • 110 συγκαταπίνει

    συγκαταπί̱νει, σύν, κατά, ἀπό-ἰνάω
    carry off by evacuations: imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)
    σύν, κατά, ἀπό-ἰνάω
    carry off by evacuations: pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic)
    σύν, κατά, ἀπό-ἰνάω
    carry off by evacuations: imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)
    συγκαταπί̱νει, σύν, κατά, ἀπό-ἰνέω
    carry off by evacuations: imperf ind act 3rd sg (attic epic)
    σύν, κατά, ἀπό-ἰνέω
    carry off by evacuations: pres imperat act 2nd sg (attic epic)
    σύν, κατά, ἀπό-ἰνέω
    carry off by evacuations: imperf ind act 3rd sg (attic epic)
    σύν, κατά-πινάω
    to be dirty: pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic)
    σύν, κατά-πινάω
    to be dirty: imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)
    συγκαταπί̱νει, σύν-καταπίνω
    gulp: pres ind mp 2nd sg
    συγκαταπί̱νει, σύν-καταπίνω
    gulp: pres ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > συγκαταπίνει

  • 111 συγκαταπίνουσιν

    συγκαταπί̱νουσιν, σύν-καταπίνω
    gulp: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)
    συγκαταπί̱νουσιν, σύν-καταπίνω
    gulp: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > συγκαταπίνουσιν

  • 112 προσβολή

    η
    1) оскорбление, обида;

    βαρεία ( — или μεγάλη) προσβολ — тяжёлое оскорбление;

    προσβολή της τιμής (των ηθών) — оскорбление чести (нравов);

    υφίσταμαι προσβολή — подвергаться оскорблению;

    ανέχομαι προσβολές — терпеть обиды;

    καταπίνω τη προσβολή — проглотить обиду;

    αυτό δεν είναι προσβολή — это не оскорбительно;

    τί προσβολ! — какое оскорбление!;

    2) атака, нападение;

    υφίσταμαι προσβολή — подвергаться нападению;

    3) воен, поражение (цели);
    4) мед. поражение;

    η προσβολή τού οργανισμού (τού νεφρού) — поражение организма (почки);

    5) мед. приступ, атака;

    καρδιακή προσβολ — сердечный приступ;

    εγκεφαλική προσβολ — инсульт;

    6) юр. оспаривание законности (чего-л.), требование об аннулировании (чего-л.);

    η προσβολή της διαθήκης — требование пересмотра завещания;

    7) галоп (лошади)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προσβολή

  • 113 εγκαταποθή

    ἐν, κατά, ἀπό-ὀθέω
    pres subj mp 2nd sg
    ἐν, κατά, ἀπό-ὀθέω
    pres ind mp 2nd sg
    ἐν, κατά, ἀπό-ὀθέω
    pres subj act 3rd sg
    ἐν, κατά, ἀπό-θάομαι
    pres subj mp 2nd sg (doric)
    ἐν, κατά, ἀπό-θάομαι
    pres ind mp 2nd sg (doric)
    ἐν, κατά, ἀπό-θάζω
    seated: fut ind mid 2nd sg (doric)
    ἐν, κατά, ἀπό-θάζω
    seated: fut ind act 3rd sg (doric)
    ἐν, κατά-ἀποθέω
    run away: pres subj mp 2nd sg
    ἐν, κατά-ἀποθέω
    run away: pres ind mp 2nd sg
    ἐν, κατά-ἀποθέω
    run away: pres subj act 3rd sg
    ἐν, κατά-ἀποθέω
    run away: pres subj act 3rd sg
    ἐν, κατά-ἀποθέω
    run away: pres subj mid 2nd sg (attic)
    ἐν, κατά-ἀποθέω
    run away: pres ind mid 2nd sg (attic)
    ἐν, κατά-ἀποτίθημι
    put away: aor subj mid 2nd sg
    ἐν, κατά-ἀποτίθημι
    put away: aor subj act 3rd sg
    ἐν, κατά-ποθέω
    long for: pres subj mp 2nd sg
    ἐν, κατά-ποθέω
    long for: pres ind mp 2nd sg
    ἐν, κατά-ποθέω
    long for: pres subj act 3rd sg
    ἐν-καταπίνω
    gulp: aor subj pass 3rd sg

    Morphologia Graeca > εγκαταποθή

  • 114 ἐγκαταποθῇ

    ἐν, κατά, ἀπό-ὀθέω
    pres subj mp 2nd sg
    ἐν, κατά, ἀπό-ὀθέω
    pres ind mp 2nd sg
    ἐν, κατά, ἀπό-ὀθέω
    pres subj act 3rd sg
    ἐν, κατά, ἀπό-θάομαι
    pres subj mp 2nd sg (doric)
    ἐν, κατά, ἀπό-θάομαι
    pres ind mp 2nd sg (doric)
    ἐν, κατά, ἀπό-θάζω
    seated: fut ind mid 2nd sg (doric)
    ἐν, κατά, ἀπό-θάζω
    seated: fut ind act 3rd sg (doric)
    ἐν, κατά-ἀποθέω
    run away: pres subj mp 2nd sg
    ἐν, κατά-ἀποθέω
    run away: pres ind mp 2nd sg
    ἐν, κατά-ἀποθέω
    run away: pres subj act 3rd sg
    ἐν, κατά-ἀποθέω
    run away: pres subj act 3rd sg
    ἐν, κατά-ἀποθέω
    run away: pres subj mid 2nd sg (attic)
    ἐν, κατά-ἀποθέω
    run away: pres ind mid 2nd sg (attic)
    ἐν, κατά-ἀποτίθημι
    put away: aor subj mid 2nd sg
    ἐν, κατά-ἀποτίθημι
    put away: aor subj act 3rd sg
    ἐν, κατά-ποθέω
    long for: pres subj mp 2nd sg
    ἐν, κατά-ποθέω
    long for: pres ind mp 2nd sg
    ἐν, κατά-ποθέω
    long for: pres subj act 3rd sg
    ἐν-καταπίνω
    gulp: aor subj pass 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἐγκαταποθῇ

  • 115 εγκαταποθής

    ἐν, κατά, ἀπό-ὀθέω
    pres subj act 2nd sg
    ἐν, κατά, ἀπό-θάζω
    seated: fut ind act 2nd sg (doric)
    ἐν, κατά-ἀποθέω
    run away: pres subj act 2nd sg
    ἐν, κατά-ἀποθέω
    run away: pres subj act 2nd sg
    ἐν, κατά-ἀποτίθημι
    put away: aor subj act 2nd sg
    ἐν, κατά-ποθέω
    long for: pres subj act 2nd sg
    ἐν-καταπίνω
    gulp: aor subj pass 2nd sg

    Morphologia Graeca > εγκαταποθής

  • 116 ἐγκαταποθῇς

    ἐν, κατά, ἀπό-ὀθέω
    pres subj act 2nd sg
    ἐν, κατά, ἀπό-θάζω
    seated: fut ind act 2nd sg (doric)
    ἐν, κατά-ἀποθέω
    run away: pres subj act 2nd sg
    ἐν, κατά-ἀποθέω
    run away: pres subj act 2nd sg
    ἐν, κατά-ἀποτίθημι
    put away: aor subj act 2nd sg
    ἐν, κατά-ποθέω
    long for: pres subj act 2nd sg
    ἐν-καταπίνω
    gulp: aor subj pass 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἐγκαταποθῇς

  • 117 εγκαταποθείς

    ἐν, κατά-ἀποτίθημι
    put away: aor part act masc nom /voc sg
    ἐν-καταπίνω
    gulp: aor part pass masc nom /voc sg

    Morphologia Graeca > εγκαταποθείς

  • 118 ἐγκαταποθείς

    ἐν, κατά-ἀποτίθημι
    put away: aor part act masc nom /voc sg
    ἐν-καταπίνω
    gulp: aor part pass masc nom /voc sg

    Morphologia Graeca > ἐγκαταποθείς

  • 119 εγκαταποθέντων

    ἐν, κατά-ἀποτίθημι
    put away: aor part act masc /neut gen pl
    ἐν, κατά-ἀποτίθημι
    put away: aor imperat act 3rd pl
    ἐν-καταπίνω
    gulp: aor part pass masc /neut gen pl

    Morphologia Graeca > εγκαταποθέντων

  • 120 ἐγκαταποθέντων

    ἐν, κατά-ἀποτίθημι
    put away: aor part act masc /neut gen pl
    ἐν, κατά-ἀποτίθημι
    put away: aor imperat act 3rd pl
    ἐν-καταπίνω
    gulp: aor part pass masc /neut gen pl

    Morphologia Graeca > ἐγκαταποθέντων

См. также в других словарях:

  • καταπίνω — καταπίνω, κατάπια βλ. πίν. 167 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταπίνω — (AM καταπίνω) κατεβάζω κάτι διά μέσου τού φάρυγγα στο στομάχι («δεν μπορεί να καταπιεί ούτε νερό» β. «κατάπια ένα κουκούτσι») νεοελλ. 1. μτφ. α) πιστεύω κάτι με αφέλεια, απονήρευτα δέχομαι τα ψεύδη κάποιου, χάφτω («τού λένε ένα σωρό τερατολογίες… …   Dictionary of Greek

  • καταπίνω — καταπί̱νω , καταπίνω gulp pres subj act 1st sg καταπί̱νω , καταπίνω gulp pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπίνω — κατάπια, καταπιώθηκα, καταπιωμένος 1. πίνω, καταβροχθίζω, χάφτω: Κατάπιε ένα κουμπί. 2. πιστεύω κάτι με αφέλεια, δέχομαι βρισιές χωρίς να διαμαρτύρομαι: Τον είπα κλέφτη και το κατάπιε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταπιομένη — καταπίνω gulp aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) καταπῑομένη , καταπίνω gulp fut part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) καταπῑομένη , καταπίνω gulp pres part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπεπομένον — καταπίνω gulp perf part mp masc acc sg καταπίνω gulp perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπεπωκότα — καταπίνω gulp perf part act neut nom/voc/acc pl καταπίνω gulp perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπιοῦνται — καταπίνω gulp fut ind mid 3rd pl (attic epic doric) καταπῑοῦνται , καταπίνω gulp fut ind mid 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπιούμενοι — καταπίνω gulp fut part mid masc nom/voc pl (attic epic doric) καταπῑούμενοι , καταπίνω gulp fut part mid masc nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπιόν — καταπίνω gulp aor part act masc voc sg καταπίνω gulp aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπιόντα — καταπίνω gulp aor part act neut nom/voc/acc pl καταπίνω gulp aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»