-
1 κατα-πίμπρημι
κατα-πίμπρημι (s. πίμπρημι), ganz verbrennen, Sp.; κατεπρήσϑησαν Pol. 14, 4, 10; καταπρησϑέντας τὸ σῶμα Luc. parasit. 57.
См. также в других словарях:
καταπρησθέντας — καταπίμπρημι burn to ashes aor part pass masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)