-
1 καταπεπτηχώς
καταπτήσσωin D.perf part act masc nom /voc sg
См. также в других словарях:
καταπεπτηχώς — καταπτήσσω in D. perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 καταπεπτηχώς
καταπεπτηχώς — καταπτήσσω in D. perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)