-
21 spolknout
καταπίνω -
22 gulp
καταπίνω -
23 łykać
καταπίνω -
24 łyknięcie
καταπίνω -
25 połykać
καταπίνω -
26 przełykać
καταπίνω -
27 καταπιομένη
καταπίνωgulp: aor part mid fem nom /voc sg (attic epic ionic)καταπῑομένη, καταπίνωgulp: fut part mid fem nom /voc sg (attic epic ionic)καταπῑομένη, καταπίνωgulp: pres part mid fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
28 καταπεπομένον
καταπίνωgulp: perf part mp masc acc sgκαταπίνωgulp: perf part mp neut nom /voc /acc sg -
29 καταπεπωκότα
καταπίνωgulp: perf part act neut nom /voc /acc plκαταπίνωgulp: perf part act masc acc sg -
30 καταπιούμενοι
καταπίνωgulp: fut part mid masc nom /voc pl (attic epic doric)καταπῑούμενοι, καταπίνωgulp: fut part mid masc nom /voc pl (doric) -
31 καταπιόν
καταπίνωgulp: aor part act masc voc sgκαταπίνωgulp: aor part act neut nom /voc /acc sg -
32 καταπιόντα
καταπίνωgulp: aor part act neut nom /voc /acc plκαταπίνωgulp: aor part act masc acc sg -
33 καταπιόντων
καταπίνωgulp: aor part act masc /neut gen plκαταπίνωgulp: aor imperat act 3rd pl -
34 καταποθησόμενον
καταπίνωgulp: fut part pass masc acc sgκαταπίνωgulp: fut part pass neut nom /voc /acc sg -
35 καταποθέντα
καταπίνωgulp: aor part pass neut nom /voc /acc plκαταπίνωgulp: aor part pass masc acc sg -
36 καταπέπωκε
καταπίνωgulp: perf imperat act 2nd sgκαταπίνωgulp: perf ind act 3rd sg -
37 καταπέπωκεν
καταπίνωgulp: perf ind act 3rd sgκαταπίνωgulp: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) -
38 κατεπόθην
καταπίνωgulp: aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)καταπίνωgulp: aor ind pass 1st sg -
39 κατάπιε
καταπίνωgulp: aor imperat act 2nd sgκαταπίνωgulp: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
40 κατέπιον
καταπίνωgulp: aor ind act 3rd plκαταπίνωgulp: aor ind act 1st sg
См. также в других словарях:
καταπίνω — καταπίνω, κατάπια βλ. πίν. 167 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταπίνω — (AM καταπίνω) κατεβάζω κάτι διά μέσου τού φάρυγγα στο στομάχι («δεν μπορεί να καταπιεί ούτε νερό» β. «κατάπια ένα κουκούτσι») νεοελλ. 1. μτφ. α) πιστεύω κάτι με αφέλεια, απονήρευτα δέχομαι τα ψεύδη κάποιου, χάφτω («τού λένε ένα σωρό τερατολογίες… … Dictionary of Greek
καταπίνω — καταπί̱νω , καταπίνω gulp pres subj act 1st sg καταπί̱νω , καταπίνω gulp pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπίνω — κατάπια, καταπιώθηκα, καταπιωμένος 1. πίνω, καταβροχθίζω, χάφτω: Κατάπιε ένα κουμπί. 2. πιστεύω κάτι με αφέλεια, δέχομαι βρισιές χωρίς να διαμαρτύρομαι: Τον είπα κλέφτη και το κατάπιε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπιομένη — καταπίνω gulp aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) καταπῑομένη , καταπίνω gulp fut part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) καταπῑομένη , καταπίνω gulp pres part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπομένον — καταπίνω gulp perf part mp masc acc sg καταπίνω gulp perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπωκότα — καταπίνω gulp perf part act neut nom/voc/acc pl καταπίνω gulp perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιοῦνται — καταπίνω gulp fut ind mid 3rd pl (attic epic doric) καταπῑοῦνται , καταπίνω gulp fut ind mid 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιούμενοι — καταπίνω gulp fut part mid masc nom/voc pl (attic epic doric) καταπῑούμενοι , καταπίνω gulp fut part mid masc nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιόν — καταπίνω gulp aor part act masc voc sg καταπίνω gulp aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιόντα — καταπίνω gulp aor part act neut nom/voc/acc pl καταπίνω gulp aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)