-
1 κατα-νάσσω
κατα-νάσσω (s. νάσσω), hineinstopfen, feststampfen, κατανάξαντες τὴν γῆν Her. 7, 36.
См. также в других словарях:
κατανάσσω — (Α) πατώ με δύναμη και στερεώνω κάτι («κατανάξαντες τὴν γῆν φραγμὸν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νάσσω «πατώ με δύναμη»] … Dictionary of Greek