-
1 καταλαμβάνω
A (in pass.sense, A.D.Synt. 48.9), [dialect] Ion.- λάμψομαι Hdt.6.39
, [dialect] Aeol. - λᾱμψομαι dub. in Alc.Supp. 5.9 (v. λαμβάνω): [tense] pf. , etc. ( (Carpathos, iv B. C.)),- λελάβηκα Pherecyd.Syr.
ap. D.L.1.122, Hdt.3.42 (v.l. -λελαβήκεε):—[voice] Pass., [dialect] Ion. [tense] aor.- ελάμφθην Id.5.21
; (Zelea, iv B. C.): [tense] pf. in med. sense, D.S.17.85:—seize, lay hold of, c. acc.,τοῦ κατὰ νῶτα λαβών Od.9.433
, cf. Ar.Lys. 624, etc.;κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν Th.1.126
, cf. Hdt.5.71, Ar.Lys. 263(lyr., tm.), Isoc.4.153, etc. (metaph., τὴν τοῦ νέου τῆς ψυχῆς ἀκρόπολιν κ. Pl.R. 560b); πάντα φυλακαῖς κ. Plu.Per.33;κ. ἕδρας Ar.Ec.21
, 86; φάσκων Ποσειδῶ πρότερον Ἀθηνᾶς καταλαβεῖν αὐτήν (sc. τὴν πόλιν) Isoc.12.193; later, simply, arrive at a place, POxy. 1829 (vi A. D.), etc.:—[voice] Med., seize for oneself,τὰ πρήγματα Hdt.6.39
; τὰ ἄλλοι οὐ κατελάβοντο matters which others had not preoccupied, ib.55: freq. in Plb.,κ. λόφον 1.19.5
, al.:—[voice] Pass., of a person, ὑπὸ τοῦ θεοῦ καταληφθείς possessed, Plot. 5.8.11.2 of death, fatigue, disaster, etc.,τὸν δὲ κατ' ὄσσε ἔλλαβε.. θάνατος Il.5.82
;Ἄργον.. κατὰ μοῖρ' ἔλαβεν.. θανάτοιο Od.17.326
: c. dupl. acc., ;Δίκη καταλήψεται ψευδῶν τέκτονας Heraclit.28
; befall, overtake,συμφορὰ κ. πόλεις E.Hipp. 1161
: freq.in Hdt., ; πένθεα μεγάλα τοὺς Αἰγυπτίους κ. ibid., cf. 3.42; ὅσα φεύγοντας ἐκ τῆς πατρίδος κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνειν may be expected to befall them, 4.11; : folld. by inf.,νοῦσός τινα κ. νοσῆσαι 3.149
, cf. 3.75; πρίν τι ἀνήκεστον ἡμᾶς κ. Th.4.20;κίνδυνος κ. τινά D.18.99
; rarely of good fortune,τοῦτον κατέλαβε εὐτυχίη τις Hdt.3.139
.3 seize with the mind, comprehend, Pl.Ax. 370a, Chrysipp.Stoic.2.39, Plb.8.2.6, Ev.Jo.1.5 (perh. overcome); κάλλος διὰ τῆς [ ὄψεως] Pl.Phdr. 250d;ἐκ τοῦ φάσματος ὅτι.. D.H.5.46
, cf. Arr.Epict.1.5.6:—so in [voice] Med., D.H.2.66, S.E.M.7.288;ὅτι.. Act.Ap.4.13
;τί τὸ πλάτος Ep.Eph.3.18
:— [voice] Pass., Phld.Sign.22, Mus.p.62K., Numen. ap. Eus.PE14.8.II catch, overtake, come up with,τοὺς φεύγοντας Hdt.1.63
, cf. 2.30, etc.:—[voice] Pass., Id.7.211, Plb.1.47.8.2 find on arrival, c. part.,τινὰ ζῶντα Hdt.3.10
;τὰ πλεῖστα.. προειργασμένα Th.8.65
;πάντα ἔξω Id.2.18
;ἀνεῳγμένην τὴν θύραν Pl. Smp. 174d
;τοὺς ἄρχοντας ἐξιόντας D.21.85
;τινὰ ἔνδον Pl.Prt. 311a
;τῶν φορτίων πολλὴν ἀπρασίαν D.34.8
;τι ὑπάρχον Arist.Top. 131a29
; detect,ἐπ' αὐτοφώρῳ ἐμαυτόν Pl.Ap. 22b
:—[voice] Pass., , cf. Ev.Jo.8.3, etc.;κατείληπτο σοφιζόμενος D.21.164
; to be taken by surprise, Plu.Publ.20.III impers., καταλαμβάνει τινά c. inf., it happens to one, it is one's fortune to..,καταλαμβάνει μιν φεύγειν Hdt.2.152
, cf. 3.118;καταλελάβηκέ με.. τοῦτο.. ἐκφῆναι Id.3.65
, cf. 4.105, 6.38.IV abs., πρὸς τὴν καταλαβοῦσαν συμφορήν that had befallen, Id.4.161; τὰ καταλαβόντα, = τὰ συμβάντα, what had happened, the circumstances, Id.9.49;ἢν πόλεμος καταλάβῃ Th.2.54
, cf. 18;εἰ -λαμβάνοι ἀναχώρησις Id.4.31
; τῆς νυκτὸς -λαμβανούσης as night was coming on, D.S.20.86;Χειμῶνος ἤδη -λαμβάνοντος Hdn.7.2.9
.V hold down, cover,τῇ Χειρὶ τὸν ὀφθαλμόν Pl.Tht. 165b
;τὰς Χεῖρας Plu.Sert.26
; fasten down,κ. πῶμα γόμφοις Id.2.356c
, cf. Gal.13.358 (so in [voice] Med., D.S.3.37):—[voice] Pass., to be compressed, opp. διαλύεσθαι, Arist.Pr. 870b11;τὰς φλέβας -λαμβανόμενοι Id.Somn.Vig. 455b7
.2 keep under, repress, check,κ. τινῶν αὐξανομένην τὴν δύναμιν Hdt.1.46
; κ. τὸ πῦρ get it under, ib.87;ἴσχε καὶ κ. σεωυτόν Id.3.36
; κ. τὰς διαφοράς put an end to them, Id.7.9.β; κ. ἐρίζοντας stop their quarrelling, Id.3.128: folld. by inf.,κ. τοὺς Αἰγυπτίους ταῦτα μὴ ποιέειν Id.2.162
; ὁ τῶν Περσέων θάνατος καταλαμφθεὶς ἐσιγήθη inquiries about their death being checked.., Id.5.21.b κ. τὸ πνεῦμα hold the breath, Gal.6.176, al.3 bind,κ. πίστι καὶ ὁρκίοισι Hdt.9.106
;ὅρκοις Th.4.86
, etc.:—[voice] Pass.,εἴ τινι -λέλαμμαι ὅρκῳ SIG360.41
([place name] Chersonesus); νόμοις, ἔθεσι κατειλημμένα enforced, Arist.Pol. 1324b22; ; [ τὰς σπονδὰς] ηὗρε κατειλημμένας he found the treaty concluded, Th.5.21 codd.4 compel, constrain one to do, c. inf., ἀναγκαίη μιν κ. φαίνειν forces him to bring out the truth, Hdt.3.75:—[voice] Pass., ἀναγκαίῃ καταλαμβανόμενος being constrained, Id.2.65, cf. Th.7.57.5 convict, condemn, Antipho 2.4.11; opp. ἀπολύειν, Id.4.4.9;ἐὰν καταληφθεὶς ἀποθάνω Id.2.2.9
, cf. IG12(2).526A20 (Eresus, iv B. C.); of the prosecutor, secure a conviction, Rev.Phil.1928.192 (Erythrae, v B. C.); (Teos, ii B. C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλαμβάνω
См. также в других словарях:
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek