-
61 καταγεγηρακώς
καταγεγηρᾱκώς, καταγηράσκωgrow old: perf part act masc nom /voc sg (attic) -
62 καταγεγηράκασι
καταγεγηρά̱κᾱσι, καταγηράσκωgrow old: perf ind act 3rd pl (attic) -
63 καταγεγηράκασιν
καταγεγηρά̱κᾱσιν, καταγηράσκωgrow old: perf ind act 3rd pl (attic) -
64 καταγηράναι
-
65 καταγηρᾶναι
-
66 καταγηρώντας
-
67 καταγηρῶντας
-
68 καταγηρώντες
-
69 καταγηρῶντες
-
70 καταγηρώσαν
-
71 καταγηρῶσαν
-
72 καταγηράσασα
καταγηράσᾱσα, καταγηράσκωgrow old: aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
73 καταγηράσασιν
καταγηράσᾱσιν, καταγηράσκωgrow old: aor part act masc /neut dat pl (attic epic ionic) -
74 κατεγήρα
κατεγήρᾱ, καταγηράσκωgrow old: imperf ind act 3rd sg -
75 γηράσκω
+ V 4-5-0-5-6=20 Gn 18,13; 24,36; 27,1.2; Jos 23,2to grow old Sir 8,6; γεγήρακα to be old Gn 18,13; ἐγήρασα to be old 1 Sm 8,1 (→καταγηράσκω, συγκαταγηράσκω,,)
См. также в других словарях:
καταγηράσκω — grow old pres subj act 1st sg καταγηράσκω grow old pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγηράσκω — και καταγηρῶ, άω (Α) γερνάω πολύ, γίνομαι πολύ γέρος («αἶψα... ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
καταγηρᾶν — καταγηράσκω grow old pres part act masc voc sg (doric aeolic) καταγηράσκω grow old pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) καταγηράσκω grow old pres part act masc nom sg (doric aeolic) καταγηρᾶ̱ν , καταγηράσκω grow old pres inf act (epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγηρᾶτε — καταγηράσκω grow old pres imperat act 2nd pl καταγηράσκω grow old pres subj act 2nd pl καταγηράσκω grow old pres ind act 2nd pl καταγηράσκω grow old imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγηρᾷ — καταγηράσκω grow old pres subj mp 2nd sg καταγηράσκω grow old pres ind mp 2nd sg (epic) καταγηράσκω grow old pres subj act 3rd sg καταγηράσκω grow old pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγηρᾶσαι — καταγηράσκω grow old pres part act fem nom/voc pl καταγηράσκω grow old pres ind mp 2nd sg καταγηράσκω grow old pres part act fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγηράσει — καταγηράσκω grow old aor subj act 3rd sg (epic) καταγηράσκω grow old fut ind mid 2nd sg καταγηράσκω grow old fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγηράσουσιν — καταγηράσκω grow old aor subj act 3rd pl (epic) καταγηράσκω grow old fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταγηράσκω grow old fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγηράσω — καταγηράσκω grow old aor subj act 1st sg καταγηράσκω grow old fut ind act 1st sg καταγηράσκω grow old aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγηρῶσιν — καταγηράσκω grow old pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταγηράσκω grow old pres subj act 3rd pl (attic epic ionic) καταγηράσκω grow old pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγηρασάντων — καταγηράσκω grow old aor part act masc/neut gen pl καταγηράσκω grow old aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)