-
1 κατήκοος
A hearing, τῶν εἴ τίς ἐστιν.. κατήκοος if any has heard tidings of them, S.Ichn.77; listening to, κ. λόγων student of philosophy, Pl.Ax. 365b.2 spy, eavesdropper,κατάσκοποι καὶ κ. Hdt.1.100
, D.C.42.17.II hearkening to, obedient, Hdt.7.155, S.Ant. 642; τινος to another, Μήδων, Περσέων κ., Hdt.1.72, 143, al.;τὰ παραθαλάσσια.. Περσέων κ. ἐποίεε Id.5.10
;κ. τοῦ κοσμητοῦ IG22.1011.20
; τὸ ἐπιθυμητικὸν κ. [τοῦ λόγου] Arist.EN 1102b31: c. dat.,Κροίσῳ κ. Hdt.1.141
, cf.3.88;τῇ πόλει κ. γενέσθαι Pl.R. 499b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατήκοος
См. также в других словарях:
κατήκοος — κατήκοος, ον (Α) 1. αυτός που ακούει με προσοχή, ακροατής («τῶν εἴ τίς ἐστιν... κατήκοος» εάν κάποιος έχει ακούσει νέα γι αυτά, Σοφ.) 2. αυτός που παρακολουθεί μαθήματα («κατήκοος λόγων» αυτός που σπουδάζει φιλοσοφία, Πλάτ.) 3. αυτός που… … Dictionary of Greek