-
1 κατασκοπος
I2разведывательный(τριήρεις Plut.)
IIὅ1) разведчик, соглядатай Her., Eur., Arph., NT., Plut.2) посылаемый для проверки, инспектор Thuc. -
2 κατάσκοπος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατάσκοπος
-
3 κατάσκοπος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατάσκοπος
-
4 κατάσκοπος
ο, η шпион, -ка; разведчик, -ца; лазутчи|к, -ца (уст.) -
5 κατάσκοπος
соглядатай, шпион, разведчик.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατάσκοπος
-
6 κατάσκοπος
[катаскопос] ουσ шпион. -
7 2685
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2685
См. также в других словарях:
κατάσκοπος — one who reconnoitres masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάσκοπος — (I) ο, η (AM κατάσκοπος) αυτός που κατασκοπεύει νεοελλ. αυτός που ενεργεί κατασκοπεία, που συλλέγει πληροφορίες για κρατικά στρατιωτικά κ.ά. μυστικά μιας χώρας και τίς διαβιβάζει σε ξένη δύναμη αρχ. 1. αυτός που ενεργεί κατοπτεύσεις 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
κατάσκοπος — ο, η αυτός που κάνει κατασκοπία με εντολή άλλου, πράκτορας, χαφιές: Οι Αμερικανοί έχουν κατασκόπους σ όλες σχεδόν τις χώρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασκόπω — κατάσκοπος one who reconnoitres masc nom/voc/acc dual κατάσκοπος one who reconnoitres masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκόποις — κατάσκοπος one who reconnoitres masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκόπου — κατάσκοπος one who reconnoitres masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκόπους — κατάσκοπος one who reconnoitres masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκόπων — κατάσκοπος one who reconnoitres masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκόπῳ — κατάσκοπος one who reconnoitres masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάσκοπε — κατάσκοπος one who reconnoitres masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάσκοποι — κατάσκοπος one who reconnoitres masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)