-
1 καταβηθι
-
2 κατάβηθι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατάβηθι
-
3 καταβα
-
4 καταβαινω
(fut. καταβήσομαι, pf. καταβέβηκα, aor. κατέβην - эп. 3 л. pl. κατέβαν, imper. κατάβηθι - атт. κατάβᾱ, эп. 1 л. pl. conjct. καταβείομεν = καταβῶμεν, дор. part. καββάς; med.: эп. 3 л. sing. aor. 1 κατεβήσετο, imper. καταβήσεο)1) сходить (вниз), спускаться(ἐξ ὄρεος Hom. и ἀπὸ τοῦ ὄρους NT.; δίφρου, πόλιος, οὐρανόθεν, ἐς πεδίον, (ἐς) θάλαμον Hom.; ἐκ τῆς ἁρμαμάξης Her.; ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen.; ἀπὸ τοῦ βήματος Dem.; εἰς φρέαρ Plat.; Ἀΐδαν Soph.; τὸν Ἅιδα δόμον Eur., ἐπὴ τέν θάλασσαν NT.)
κλίμακα δόμοιο κ. Hom. — спускаться по лестнице дома;ὅ ἵππος καταβαίνεται (pass.) Aesch. — всадник сходит с коня2) спускаться на арену, вступать в борьбу(ἀμφίγυοι κατέβαν Soph.)
πολλοὴ κατέβησαν Xen. — многие приняли участие в состязаниях;κ. ἐπὴ τέν ἅμιλλαν Plat. — выходить на состязание;καταβατέον ἐπ΄ αὐτούς Arph. — необходимо помериться силами, т.е. сразиться с ними3) стекать, струиться (вниз)(δάκρυα κατέβα χρόος Eur.)
τὰ ἐκ τῶν ὀρῶν καταβαίνοντα ῥεύματα Plat. — текущие с гор потоки;κατέβη ἥ βροχή NT. — пошел дождь4) спускаться (от центра к периферии), совершать переход (из глубины страны к побережью), отправляться, идти(καταβῆναι ἐς Σμύρνην Her.)
εἰς λιμένα καταβαίνων Plat. — направляясь (из города) в порт5) (тж. ἐπὴ τελευτέν κ. Plat.) доходить до конца (повествования), заканчиватьκ. ἐς λιτάς Her. — закончить просьбами;
κατέβαινε λέγων ὡς … Her. — свой рассказ (Астиаг) закончил словами, что …6) приходиться, совпадать(κ. εἰς τοὺς χρόνους τούτους Arst.)
7) переставать, прекращатьκ. ἀπὸ τοῦ λόγου Luc. — прекращать (свою) речь;
κ. ἀπὸ τῶν ἰαμβείων Luc. — перестать декламировать ямбы8) ( редко) принижать, унижать, низвергать(τινά Pind.)
См. также в других словарях:
κατάβηθι — καθάπτω fasten aor imperat pass 2nd sg (ionic) καταβαίνω go aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάβηθ' — κατάβητι , καθάπτω fasten aor imperat pass 2nd sg (ionic) κατάβητε , καθάπτω fasten aor imperat pass 2nd pl (ionic) κατά̱βητε , καθάπτω fasten aor ind pass 2nd pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) κατάβηθι , καθάπτω fasten aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Madero de tormento — En la tradición cristiana, el término «madero de tormento» y cruz son sinónimos, utilizándose para referirse la Cruz donde fue crucificado Jesús.[1] El vocablo latino «crux, crucis» también se traduce: «madero de tormento, cruz, tormento»;[2] y… … Wikipedia Español
κατάβα — (I) κατάβα(ν) και κατέβα, τὸ (Μ) κατέβασμα, κάθοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη προστ. αορ. τού καταβαίνω]. (II) κατάβα (Α) (ποιητ. τ. β εν. προσ. προστ. αορ. β αντί κατάβηθι) κατέβα … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek