-
101 καταντίον
κατ-αντίον, Adv.A over against, right opposite, c. gen., Hdt.6.103, 118, 8.52: c. dat., Id.7.33: abs., Χὠ κ. θανών facing him, S.Ant. 512, cf. APl.4.95 (Damag.): [full] καταντία, πόντου κ. κυμαίνοντος Agesianax ap. Plu.2.921b, cf. Opp.H.2.555.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταντίον
-
102 καταξιοπιστέομαι
A- εύομαι Suid.
), demand implicit belief to the prejudice of, τινος Plb.12.17.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταξιοπιστέομαι
-
103 καταξίωσις
A high esteem, reputation, Plb.1.78.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταξίωσις
-
104 κατάπαξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάπαξ
-
105 καταπειλέω
κατ-ᾰπειλέω, strengthd. for ἀπειλέω, κ. ἔπηGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπειλέω
-
106 καταπορέω
A fail in treating:—hence in [voice] Pass., κατηπορήθη ὀστέα ἐμπεσεῖν there was a failure in reducing the fracture, Hp.Fract.33;οἷσι ἂν ὦμος κ. ἐμβληθῆναι Id.Art.12
, cf. 61.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπορέω
-
107 καταποστέλλω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταποστέλλω
-
108 καταποφαίνομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταποφαίνομαι
-
109 καταποχή
κατ-αποχή, ἡ,A receipt, Arch.Pap.3.418 (vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταποχή
-
110 καταραιρημένος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταραιρημένος
-
111 κατάρακτοι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάρακτοι
-
112 κατάρβυλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάρβυλος
-
113 κάταργμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάταργμα
-
114 καταριστάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταριστάω
-
115 καταρκτικός
A forming the beginning, ἡ δυὰς ἑτερότητος κ. Nicom.Ar.2.17;ἡ Δημήτηρ πόλεως -κή, οἱονεὶ ἡ γῆ Lyd.Mens.4.63
, cf. Eust.432.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρκτικός
-
116 κάταρξις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάταρξις
-
117 καταρόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρόω
-
118 καταρρωδέω
A fear, dread, τι Hdt.1.34,80, al.; τινας Id.9.8;ὑπέρ τινος Id.7.178
: abs., Id.8.75, 103;κ. μὴ.. Id.9.45
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρρωδέω
-
119 καταρχαιρεσιάζω
A beat in an election, esp. by unfair means, τινα Plu.CG11:—metaph. in [voice] Pass., to be corrupted as by office, Longin.44.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρχαιρεσιάζω
-
120 κατασαμινθεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασαμινθεύω
См. также в других словарях:
κατ — κάτ (Α) συγκεκ. τ. τής πρόθ. κατά, που χρησιμοποιείται μερικές φορές πριν από λέξεις που αρχίζουν από τ … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
Κατ' εξοχήν — (kat exochen) (греч.) по преимуществу; прежде всего. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
κατ' — κατά , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄτ' — ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem voc sg ἔται , ἔται clansmen masc nom/voc pl ἔτα , ἔτης clansmen masc voc sg ἔτα , ἔτης clansmen masc nom sg (epic) ἔται ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆτ' — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἆ̱ται , ἄτη bewilderment fem nom/voc pl ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆτ' — εἶτι , εἶμι ibo pres ind act 3rd sg (doric) εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) εἶτε , εἰμί sum pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτ — κατά downwards. poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτ' — κάτα , κάτος following neut nom/voc/acc pl κάτε , κάτος following masc/fem voc sg κάτα , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Άγιος Γεώργιος — I Ονομασία 49 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 152 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φραγκίστας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 609 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μητρόπολης … Dictionary of Greek