Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κατ'+ἀρχάς

  • 1 first of all

    (to begin with; the most important thing is: First of all, let's clear up the mess; First of all, the scheme is impossible - secondly, we can't afford it.) πρώτ'απ'όλα, κατ'αρχάς

    English-Greek dictionary > first of all

  • 2 firstly

    adverb (in the first place: I have three reasons for not going - firstly, it's cold, secondly, I'm tired, and thirdly, I don't want to!) πρώτον,κατ'αρχάς

    English-Greek dictionary > firstly

  • 3 вначале

    επίρ.
    αρχικά, στην αρχή, κατ’ αρχάς.

    Большой русско-греческий словарь > вначале

  • 4 Beginning

    subs.
    P. and V. αρχή, ἡ.
    With defining genitive: Ar. and V. εἰσβολή, ἡ.
    Starting point: P. and V. φορμή. ἡ.
    Source, origin: P. and V. πηγή, ἡ (Plat.).
    Prelude: P. and V. προοίμιον, τό, V. φροίμιον. τό.
    Be the beginning of: P. and V. ἄρχειν (gen.), πάρχειν (gen.).
    This day will be the beginning of sore trouble for the Greeks: P. ἥδε ἡ ἡμέρα τοῖς Ἕλλησι μεγάλων κακῶν ἄρξει (Thuc. 2, 12).
    This day has been the beginning of many troubles for the house of Œdipus: V. πολλῶν ὑπῆρξεν Οἰδίπου κακῶν δόμοις τοδʼἦμαρ (Eur., Phoen. 1581).
    From the beginning: P. and V. ἐξ ἀρχῆς, ἐξ παρχῆς, πʼ ἀρχῆς, V. ἀρχῆθεν (Soph., frag.), P. ἄνωθεν.
    In the beginning, originally: P. and V. τὸ ἀρχαῖον, P. κατʼ ἀρχάς.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Beginning

  • 5 First

    adj.
    In all senses: P. and V. πρῶτος.
    First in importance, use also V. πρεσβτατος, πρέσβιστος.
    First-born: P. and V. πρεσβτατος, V. πρέσβιστος.
    Be first born, v.; P. and V. πρεσβεύειν.
    You must go first: V. σοὶ βαδιστέον πάρος (Soph., El. 1502).
    The first comer, any chance person: P. and V. ὁ τυχών, ὁ ἐπιτυχών, ὁ προστυχών, ὁ συντυχών, P. ὁ ἐντυχών, ὁ παρατυχών, V. ὁ ἐπιών, ὁ φθσας.
    The first place, primacy: P. and V. πρεσβεῖα, τά; see Primacy.
    Have the first place, v.: P. πρωτεύειν, V. πρεσβεύειν, πρεσβεύεσθαι.
    Give the first place to: P. and V. πρεσβεύειν (acc.) (Plat.).
    First prize: P. πρωτεῖον (or pl.).
    The first day of the month: Ar. and P. ἕνη καὶ νέα.
    Those who are the first to confer a favour: P. οἱ προϋπάρχοντες τῷ ποιεῖν εὖ (Dem. 471).
    Be the first to do a thing: P. and V. ἄρχειν; see Begin.
    In the first place: P. and V. πρῶτον, τὸ πρῶτον, πρώτιστον, Ar. and V. πρῶτα, πρώτιστα.
    For the first time: P. and V. πρῶτον, Ar. and V. πρῶτα.
    At first: P. and V. τὸ πρῶτον.
    Originally: P. and V. τὸ ἀρχαῖον, P. κατʼ ἀρχάς.
    ——————
    adv.
    P. and V. πρῶτον, τὸ πρῶτον, πρώτιστον, Ar. and V. πρῶτα, πρώτιστα..
    Earlier, before something else: P. and V. πρότερον.
    Be first: P. and V. φθνειν, προφθνειν; see also Begin.
    First and foremost: P. and V. τὸ μὲν μέγιστον, μλιστα μέν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > First

См. также в других словарях:

  • πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… …   Dictionary of Greek

  • ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… …   Dictionary of Greek

  • κώμα — Παθολογική κατάσταση κατά την οποία επέρχεται απώλεια της συνείδησης, της εθελουσίας κινητικότητας και της αισθητικότητας, ενώ διατηρούνται οι λειτουργίες του νευροφυτικού συστήματος. Ο ασθενής δεν αντιδρά ακόμη και σε έντονη διέγερση. Το κ.… …   Dictionary of Greek

  • μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… …   Dictionary of Greek

  • τοκαταρχάς — Α (επιρρμ. φρ. αντί τo κατ ἀρχάς) κατ αρχήν, αρχικά …   Dictionary of Greek

  • начальныи — (18) пр. 1.Изначальный, первичный: ѥже неизреченнымъ сборищемъ. новымъ ѹстроѥниѥмъ ѹставлени˫а. но ѡбаче ѹбо. началныхъ познании жить˫а. къ б҃у ѥдиному взирати. (ἀρχαιογνώριστον!) ФСт XIV, 49в; и начальна˫а тма ѿгнасѧ до времене. (ὁ κατ’ ἀρχὰς… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • TURRITA — cognomen Mariae Magdalenae, apud Hieronym. Ep. 16. ad Principiam, Qui si recordetur tres Marias stantes ante crucem, Mariamque proprie Magdalenam, quae ob sedulitatem et ardorem sidei, Turritae nomen accepit. et prima ante Apostolos Christum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… …   Dictionary of Greek

  • διάφραγμα — Λεπτό τοίχωμα που παρεμβάλλεται σε έναν αγωγό ή σε μία συσκευή για να το διαιρέσει σε δύο μέρη. (Ανατ.) Λεπτό μυομεμβρανώδες όργανο που αποτελεί το χώρισμα μεταξύ θώρακα και κοιλίας των ανωτέρων θηλαστικών. Διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»