-
1 αγρος
ὅ преимущ. pl.1) поле, пашня Hom., Pind.τὰ ἐξ ἀγρῶν Thuc. и τὰ ἐκ τοῦ ἀγρο ὡραῖα или τὰ ἐν ἀγρῷ γιγνόμενα Xen. — сельскохозяйственные продукты
2) сельская местность, деревняἐπ΄ ἀγροῦ Hom., ἐπ΄ ἀγρῶν и ἀγροῖσι Soph., κατ΄ ἀγρούς Plat. и ἐπ΄ ἀγροῖς Plut. — в деревне;
ἐν οἴκοις ἢ ἐν ἀγροῖς Soph. — в городе или в деревне3) поместье, именье Hom. -
2 Διονυσια
1) τὰ Δ. (тж. τὰ Δ. ἀστικά или ἐν ἄστει, τὰ μεγάλα Δ., τὰ τῶν Διονυσίων и ἥ τῶν Διονυσίων ἑορτή) Thuc., Xen., Plat., Aeschin., Arst., Dem., Plut. Большие или Городские Дионисии ( в месяце элафеболионе)2) τὰ κατ΄ ἀγροὺς или ἐν ἀγροῖς Δ. и τὰ μικρὰ Δ. Arph., Aeschin., Dem. Малые или Полевые (Сельские) Дионисии ( в месяце посидеоне) -
3 περιειμι
I[εἰμί] (inf. περιεῖναι, impf. περιῆν, fut. περιέσομαι)1) находиться вокруг, окружатьχωρίον, ᾦ κύκλῳ τειχίον περιῆν Thuc. — место, обнесенное вокруг оградой
2) иметь преимущество, превосходитьπερὴ φρένας ἔμμεναι ἄλλων Hom. — разумом превосходить других;
σοφίᾳ π. τῶν Ἑλλήνων Plat. — превосходить мудростью (всех) греков;ἐκ περιόντος ἀγωνιεῖσθαι Thuc. — сражаться, имея (на своей стороне) преимущество;ἐκ τοῦ περιόντος Dem. — из чувства превосходства, из гордости (ср. 4)3) уцелевать, оставаться невредимым или в живыхαἱρέεται περιεῖναι Her. — (Гигес) предпочел остаться в живых;
ἑλόμενοι τέν Ἑλλάδα περιεῖναι ἑλευθέρην Her. — решив, что Эллада должна сохраниться свободной;τῇ ἑωυτοῦ μοίρῃ π. Her. — пережить свою судьбу, т.е. спастись от смерти;οἰκίαι αἱ μὲν πολλαὴ πεπτώκεσαν, ὀλίγαι δὲ περιῆσαν Thuc. — большинство домов рухнуло и лишь немногие уцелели;τὸ περιόν (тж. pl.) Thuc., Plat. — уцелевшая часть, остатки;ἥ περιοῦσα κατασκευή Thuc. — уцелевшая часть имущества4) оставаться, быть в избыткеτὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως Dem. — денежный остаток за вычетом расходов;
ἐκ τοῦ περιόντος εἰς εὐπρέπειαν Luc. — от избытка (и) для украшения (ср. 2)5) оказываться в результатеπερίεστι τοίνυν ἡμῖν ἀλλήλοις ἐρίζειν Dem. — получилось то, что мы друг с другом ссоримся
II[εἶμι] (inf. περιϊέναι, impf. περιῄειν, fut. περίειμι)1) обходить(τὸν νηὸν κύκλῳ Her.; τέν Ἑλλάδα Xen.)
π. κατὰ τὰς κώμας Plat. и κατ΄ ἀγρούς Lys. — ходить по деревням;κύκλῳ π. τέν σελήνην Plat. — двигаться вокруг луны;π. κατὰ νώτου τινί Thuc. — заходить в тыл кому-л.2) ( о времени) проходить, протекатьὁ κύκλος τῶν ὡρέων ἑς τωὐτὸ περιϊών Her. — круговорот времен года, совершающийся в одно и то же время ( благодаря високосным месяцам и дням);
χρόνου περιϊόντος Her. — по прошествии (некоторого) времени;περιόντι (= περιϊόντι) τῷ θέρει Thuc. — с наступлением лета3) переходить по наследству, доставаться(ἥ ἀρχέ περίεισι ἔς τινα Her.)
См. также в других словарях:
Διονύσια — Κύκλος γιορτών που τελούνταν στην Αττική κατά την αρχαιότητα προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι γιορτές αυτές ήταν τα Κατ’ αγρούς Δ., τα ΑνθεστήριαΛήναια και τα ΜεγάλαΚατ’ άστυ Δ. Τα Κατ’ αγρούς Δ. γιορτάζονταν σε όλους τους δήμους της Αττικής τον… … Dictionary of Greek
DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… … Hofmann J. Lexicon universale
LIBERALIA — Liberi festa, apud Rom. Graecis Διωνύσια. A Pontificibus quoque Agonia dicta sunt. Celebrabantur die 17. Martii, sedebantque per totum opp. eo die Sacerdotes Liberi, hcderâ coronatae anus, cum libris et foculo pro emptore sacrificantes. Eodem… … Hofmann J. Lexicon universale
Διόνυσος — I Ο νεότερος αλλά και πιο δημοφιλής από τους θεούς του Ολύμπου. Η θεϊκή του υπόσταση έλαβε δύο αντίθετες εκφράσεις: την εύθυμη και πολυθόρυβη χαρά που επικρατούσε στις γιορτές του και τη μανία της καταστροφής. Γι’ αυτό και η λατρεία του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
φαλληφόρια — Έτσι ονομαζόταν η πομπή της οργιαστικής γιορτής των Kατ’ αγρούς Διονυσίων, που γινόταν με την ευκαιρία της χρήσης των νέων κρασιών. Στην αρχή της πομπής κάποιος από το πλήθος κρατούσε με κοντάρι έναν φαλλό, δηλαδή ένα δερμάτινο ομοίωμα αντρικού… … Dictionary of Greek
LENAEUS — Bacchi cognomen ἀπὸ τȏυ ληνοῦ, h. e. a torculari. Virg. Georg. l. 2. v. 2. et. 7. Huc pater ô Lenaee veni: nudataque muste Tinge novo mecum direptis crura cothurnis. Tibull. l. 3. Eleg. 7. v. 6. Odit Lenaeus tristia verba pater. Nic. Lloyd. Fanum … Hofmann J. Lexicon universale
Κρόνια — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 26 κάτ.) του νομού Ευβοίας. Τα Κ. βρίσκονται κοντά στην ακτή της Βοιωτίας. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Ανθηδώνος. II Γιορτές προς τιμήν του θεού Κρόνου, που διεξάγονταν σε διάφορες πόλεις κατά την αρχαιότητα.… … Dictionary of Greek
Dionysia — The Dionysia was a large festival in ancient Athens in honor of the god Dionysus, the central event of which was the performance of tragedies and, from 487 BC, comedies. It was the second most important festival after the Panathenaia. The… … Wikipedia
PEREGRINUS — I. PEREGRINUS Consul cum Aemiliano, an. Urb. Cond. 99. II. PEREGRINUS Guilielmus, vide ibi. III. PEREGRINUS Landenbergius, ab Albesto Imperatore Underwaldiis praefectus impositus, Henricô Melchtaliô duriter habitô, quippe cui oculos eruit,… … Hofmann J. Lexicon universale
PITHOEGIA Sacra — celebrabantur Athenis die 11. mensis Anthesterionis: memorata Scholiasti Aristophanis ad Acharnenses, φηςί δὲ Ἀπολλόδωρος Ἀνθεςτήρια καλεῖςθαι κοινῶς ὅλην τὴν ἑορτὴν Διονύςῳ ἀγομένην᾿ κατὰ μέρος δὲ Πιθοιγίαν, Χόας, Χύτρους, Ait autem Apollodorus … Hofmann J. Lexicon universale