-
1 καρυηδόν
-
2 καρυηδόν
καρυηδόν, nußartig, von einem Knochenbruch
См. также в других словарях:
καρυηδόν — (AM) επίρρ. 1. σαν καρύδι 2. φρ. «καρυηδὸν κάταγμα» συντριπτικό κάταγμα οστού με θρυμματισμό σε ορισμένο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ηδόν* (πρβλ. κλιμακ ηδόν, τετραποδ ηδόν)] … Dictionary of Greek
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek