-
1 καρίνη
καρίνη, ἡ, das Klageweib, praefica, ursprünglich aus Karien gemiethet, VLL.; so auch καρικὴ μοῦσα u. ä. S. nom. pr.
См. также в других словарях:
καρικός — καρικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από την Καρία 2. ευτελής, αυτός που δεν έχει καμιά αξία 3. το ουδ. ως ουσ. πάπ. τὸ Καρικόν καρική συνοικία στη Μέμφιδα 4. φρ. α) «καρικὸν ἔλαιον» είδος αλοιφής (Ιπποκρ.) β) «καρικὴ… … Dictionary of Greek