-
1 κάπ
κάπ, ep. = κατά vor π u. φ., z. B. κὰπ πεδίον, Il. 6, 201. 11, 167, κὰπ φάλαρα, 16, 106.
См. также в других словарях:
καπ — κάπ (Α) επικ. τ. τού κατά πριν από π ή φ («κὰπ πεδίον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατά με αποκοπή τού τα και αφομοίωση προς το αρκτικό σύμφωνο τής επόμενης λ. (πρβλ. και κὰγ γόνυ=κατὰ γόνυ)] … Dictionary of Greek