-
1 κανάβινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κανάβινος
-
2 κανάβινα
κανάβινοςof: neut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
κανάβινος — και καννάβινος, η, ο(ν) (Α κανάβινος και καννάβινος, ίνη, ον) καν(ν)αβένιος, κατασκευασμένος απὸ κάνναβη αρχ. 1. όμοιος με κάν(ν)αβη, με καν(ν)άβι («κράμβη κανναβίνη», Ανθ. Παλ.) 2. ο σχετικὸς με τον κάν(ν)αβον* («κανάβινος κηρὸς ᾧ χρῶνται οἱ… … Dictionary of Greek
κανάβινα — κανάβινος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)