-
1 ῥικνόομαι
ῥικνόομαι, eigtl. vor Kälte starr und steif werden, erstarren, dah. übh. sich zusammenziehen, sich krümmen; φϑείρονται δ' ἐῤῥικνωμένων τῶν μορίων, Arist. H. A. 5, 20; bei Opp. Cyn. 5, 592 steht ἀφαυροτέροις μελέεσσι ῥικνοῠσϑαι dem σαρκὶ περιπλήϑειν entgegen, schrumpflig, runzlig werden; γήρᾳ ἐῤῥικνώϑη, Sp.; nach den VLL. τὸ καμπ ύλον γενέσϑαι ἀσχημόνως καὶ κατὰ συνουσίαν καὶ ὄρχησιν, κατὰ τὴν ὀσφύν, Soph. bei Phot., ein Tanz, bei dem der Leib gekrümmt und der Hintere vorgestreckt ward, nach Poll.. 4, 99 τὴν όσφὺν φορ-τικῶς περιάγειν; vgl. Luc. Lex. 8.
-
2 ῥικνόομαι
ῥικνόομαι, eigtl. vor Kälte starr und steif werden, erstarren, dah. übh. sich zusammenziehen, sich krümmen; ἀφαυροτέροις μελέεσσι ῥικνοῠσϑαι dem σαρκὶ περιπλήϑειν, schrumpflig, runzlig werden; τὸ καμπ ύλον γενέσϑαι ἀσχημόνως καὶ κατὰ συνουσίαν καὶ ὄρχησιν, κατὰ τὴν ὀσφύν, Soph. bei Phot., ein Tanz, bei dem der Leib gekrümmt und der Hintere vorgestreckt ward
См. также в других словарях:
Καμπ Ντέιβιντ — (Camp David). Η εξοχική κατοικία του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε από την Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων το καλοκαίρι του 1942, κατόπιν εντολής του προέδρου Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ, και ονομάστηκε αργότερα Κ.Ν. από τον πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ … Dictionary of Greek
Κάλογουεϊ, Καμπ — (Cabell «Cab» Calloway, Ρότσεστερ, Νέα Υόρκη 1907 – Ντελάγουεαρ 1994). Αμερικανός τραγουδιστής της τζαζ, χορευτής και συνθέτης. Μεγάλωσε στη Βαλτιμόρη, αλλά μετακόμισε στο Σικάγο με την οικογένειά του, όπου σπούδασε στο κολέγιο Κρέιν. Πολυσύνθετο … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Νεκχμπέτ — θεότητα της αρχαίας αιγυπτιακής πόλης Ελ Καμπ, που βρισκόταν στα Ν του σημερινού Λούξορ, 85 χλμ. από αυτό. Η Ελ Καμπ, της οποίας σώζονται σημαντικά ερείπια, ήταν σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο, χάρη κυρίως στη λατρεία της N., που εικονιζόταν με… … Dictionary of Greek
КАМПАНСКАЯ РАВНИНА — • Campi macri, Μακροι Κάμπ, название одной большой равнины между Пармой и Мутиной (н. Val di Montirone), где еще во времена Страбона происходили большие народные собрания. Strab. 5, 216. Liv. 41, 18. 45, 12. Варрон упоминает о бывшем здесь… … Реальный словарь классических древностей
-ίνα — κατάλ. θηλ. ον. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από τη λατ. κατάλ. ina κύριων ον. λατ. προελεύσεως, ορισμένα από τα οποία εμφανίζονται και στην Ελληνική (πρβλ. Παυλ ίνα < Paul ina). Στη συνέχεια, η κατάλ. ίνα επεκτάθηκε και σε άλλες… … Dictionary of Greek
Ιθακήσιος — και Θιακός, ο και θηλ. Ιθακήσια (ΑΜ Ἰθακήσιος, θηλ. Ἰθακησία) ο κάτοικος τής Ιθάκης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ιθάκη + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος, καμπ ήσιος)] … Dictionary of Greek
θανατήσιος — θανατήσιος, ον (Α) θανάσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + επίθημα ήσιος* (πρβλ. βιοτ ήσιος, καμπ ήσιος)] … Dictionary of Greek
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek
καμινευτήρας — ο (Α καμινευτήρ, θηλ. καμινεύτρια) 1. καμινευτής*, καμινάρης 2. συσκευή που παράγει κατευθυνόμενη φλόγα υψηλής θερμοκρασίας με καύση αέριου μίγματος, αλλ. καμινευτικός αυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμινεύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. καμπ τήρ, κρα τήρ)] … Dictionary of Greek