Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

καλῶς+ἔχει

  • 1 Well

    adv.
    P. and V. εὖ, καλῶς.
    Correctly: P. and V. ὀρθῶς.
    Well then: P. and V. εἶεν, τί οὖν.
    Come then: P. and V. γε, φέρε, θι, φέρε δή; see Come.
    Well, let them shout: Ar. οἱ δʼ οὖν βοώντων (Ach. 186).
    Well, let them laugh: V. οἱ δʼ οὖν γελώντων (Soph., Aj. 961).
    If they listen to our representations, well and good: P. ἢν μὲν εἰσακούσωσί τι πρεσβευομένων ἡμῶν, ταῦτα ἄριστα (Thuc. 1, 82).
    Well, but ( introducing an objection): P. ἀλλὰ νὴ Δία (Dem. 755).
    Well, suppose: Ar. and V. καὶ δή; see under Suppose.
    Well, then ( introducing a new point): P. τί δέ (Plat., Crito, 49C).
    As well, further: P. and V. ἔτι; see Besides.
    At the same time: P. and V. μα, ὁμοῦ.
    As well as, together with: P. and V. μα (dat.), ὁμοῦ (dat.) (rare P.).
    Be well in health: Ar. and P. γιαίνειν, P. and V. εὖ ἔχειν.
    It is well: P. and V. εὖ ἔχει, καλῶς ἔχει.
    ——————
    subs.
    Ar. and P. φρέαρ, τό.
    Dig a well, v.: Ar. φρεωρυχεῖν.
    ——————
    v. intrans.
    Gush: P. and V. ῥεῖν, πορρεῖν, στάζειν (Plat. but rare P.), V. κηκειν, ἐκπηδᾶν.
    Of tears: P. and V. λείβεσθαι (Plat.).
    Tears well from my eyes: V. ἐκ δʼ ὀμμάτων πηγαὶ κατερρώγασι (Eur., Alc. 1067).
    Welling tears: V. χλωρὰ δάκρυα (Eur., Med. 922).
    A welling spring of water: V. δροσώδης ὕδατος νοτίς (Eur., Bacch. 705).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Well

  • 2 Be

    v. intrans.
    P. and V. εἶναι, Ar. and V. φῦναι ( 2nd aor. of φύειν), πεφυκέναι (perf. of φύειν), πέλειν. V. πέλεσθαι, τυγχνειν, κυρεῖν. With adv.: P. and V. ἔχειν.
    It is well: P. and V. καλῶς ἔχει.
    Be in existence: P. and V. πάρχειν.
    Just as I am: P. and V. ὡς ἔχω.
    Are to (expressing necessity): use P. and V. verbals in τέος or δεῖ with infin.
    The fleet which was to have co-operated with Cnemus: P. ναυτικὸν ὃ ἔδει παραγενέσθαι τῷ Κνήμῳ (Thuc. 2, 83).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Be

  • 3 Right

    adj.
    Correct, true: P. and V. ληθής, ὀρθός, V. ναμερτής; see True.
    Fit, proper: P. and V. εὐπρεπής, πρέπων, προσήκων, εὐσχήμων, σύμμετρος, καθήκων, Ar. and P. πρεπώδης, V. προσεικώς, ἐπεικώς, συμπρεπής.
    Just: P. and V. δκαιος, ἔνδικος, ὀρθός, σος, ἔννομος, ἐπιεικής.
    What is right, duty: see Duty.
    ( It is) right, lawful: P. and V. ὅσιον, θεμιτόν (negatively) (rare P.), θέμις (rare P.), V. δκη.
    Reasonable, fair: P. and V. εἰκός.
    This too is right: V. ἔχει δὲ μοῖραν καὶ τόδε (Eur., Hipp. 988).
    Deserved, adj.: P. and V. ἄξιος, δκαιος, V. ἐπάξιος.
    Be right, v.: P. and V. ὀρθῶς γιγνώσκειν.
    Hit the mark: P. and V. τυγχνειν.
    Come right, v.: P. and V. ὀρθοῦσθαι, κατορθοῦσθαι, εὖ ἔχειν, καλῶς ἔχειν.
    Thinking that the future will come right of itself: P. τὰ μέλλοντα αὐτοματʼ οἰόμενοι σχήσειν καλῶς (Dem. 11).
    Put right, v.: P. and V. ἐξορθοῦν, διορθοῦν, κατορθοῦν, νορθοῦν, Ar. and P. ἐπανορθοῦν.
    In one's right mind, adj.: P. and V. ἔννους, ἔμφρων; see Sane.
    Right as opposed to left: P. and V. δεξιός.
    The right hand: P. and V. δεξιά, ἡ.
    On the right: P. and V. ἐν δεξιᾷ, Ar. and P. ἐκ δεξιᾶς, or use adj., V. ἐνδέξιος (Eur., Cycl. 6).
    To the right of you: V. ἐν δεξιᾷ σου (Eur., Cycl. 682).
    Straight, direct: P. and V. εὐθς, ὀρθός.
    Adverbially: P. and V. εὐθύ, occasionally εὐθύς.
    Right out, (destroy, kill) right out: P. and V. ἄρδην; see Utterly.
    Thinking there was a way right through to the outside: P. οἰόμενοι... εἶναι... ἄντικρυς δίοδον εἰς τὸ ἔξω (Thuc. 2, 4).
    Right through, prep.: V. διαμπάξ (gen.) (also used in Xen. as adv.), διαμπερές (gen.) (also used in Plat. as adv.).
    Right angle: P. ὀρθὴ γωνία, ἡ.
    At right angles: use adj., P. ἐγκάρσιος.
    ——————
    subs.
    Justice: P. and V. τὸ δκαιον, θεμς, ἡ (rare P.), P. δικαιοσύνη, ἡ, V. τὸ μἀδικεῖν, τοὔνδικον (Eur., frag.).
    Legal right: P. and V. δκη, ἡ.
    Prerogative: P. and V. γέρας, τό; see Prerogative.
    Rights: P. and V. τὰ δκαια.
    Just claim: P. δικαίωμα, τό.
    Have a right to: P. and V. δκαιος εἶναι (infin.) (Eur., Heracl. 142), Ar. and P. ἄξιος εἶναι (infin.).
    By rights: use rightly.
    Put to rights: see put right, under Right.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ἐξορθοῦν, διορθοῦν, κατορθοῦν, Ar. and P. ἐπανορθοῦν.
    Set upright: P. and V. ὀρθοῦν.
    Guide aright: see under Guide.
    A ship strained forcibly by the sheet sinks, but rights again, if one slackens the rope: V. καὶ ναῦς γὰρ ἐνταθεῖσα πρὸς βίαν ποδὶ ἔβαψεν, ἔστη δʼ αὖθις ἢν χαλᾷ πόδα (Eur., Or. 706).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Right

  • 4 pekala

    μάλιστα, καλώς, καλά, έχει καλώς

    Türkçe-Yunanca Sözlük > pekala

  • 5 идти

    идти
    несов
    1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):
    \идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·
    2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:
    поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·
    3. (приближаться):
    поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·
    4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):
    эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·
    5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:
    пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·
    6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:
    идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·
    7. (о времени) περνώ:
    дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών
    8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:
    иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·
    9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:
    \идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·
    10. (находить сбыт) πουλιέμαι:
    товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·
    11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:
    как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·
    12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:
    на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·
    13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):
    шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·
    14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:
    сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·
    15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:
    вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει!

    Русско-новогреческий словарь > идти

  • 6 Lesson

    subs.
    P. and V. μθημα, τό, P. διδασκαλία, ἡ.
    Example, warning: P. and V. παρδειγμα, τό, ἐπδειξις, ἡ (Eur., Phoen. 871).
    Our former mistakes... will teach us a lesson: P. ὅσα ἡμάρτομεν πρότερον... διδασκαλίαν παρέξει (Thuc. 2, 87).
    Yet a good upbringing teaches the lesson of virtue: V. ἔχει γε μέντοι καὶ τὸ θρεφθῆναι καλῶς δίδαξιν ἐσθλοῦ (Eur., Hec. 600).
    ( A cloth) unfinished, but serving a lesson in weaving: V. (ὕφασμα) οὐ τέλεον οἷον δʼ ἐκδίδαγμα κερκίδος (Eur., Ion, 1419).
    Read ( a person) a lesson: P. and V. σωφρονίζειν (acc.), ῥυθμίζειν (acc.) (Plat.).
    Havo lessons of ( a person): Ar. and P. φοιτᾶν παρ (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lesson

См. также в других словарях:

  • PLANETAE — I. PLANETAE Herodot. et Plinio, vide Planctae. II. PLANETAE stellae erraticae multis, Nigidio Errones dicti, apud A. Gellium, l. 14. c. 1. quinque antiquis tantum fuêre, a Veterib. Astrologis, in tres sectas, Chaldaicam, Aegyptiacam et Graecam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

  • σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… …   Dictionary of Greek

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

  • πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»