-
21 έξοδο(ν)
το (чаще πλ.)1) расходы, издержки;τα έξοδα ατομικά — личные расходы;
μικρά (καθημερινά) έξοδα — мелкие (текущие) расходы;
οδοιπορικά έξοδα — дорожные издержки, расходы; — подъёмные;
δικαστικά έξοδα — судебные издержки;
έξοδέξοδα παραγωγής — издержки производства;
γενικά έξοδα — накладные расходы;
απρόοπτα έξοδα — непредвиденные расходы;
βάζω σε περιττά έξοδα — вводить в излишние расходы;
μπαίνω στα έξοδα — входить в расход;
υποβάλλομαι σε έξοδα — нести расходы;
καλύπτω τα έξοδα — покрывать расходы;
του πλήρωσα όσα έξοδα εκαμε — я оплатил его расходы;
με έξοδα... — за счёт...;
με δικά μου (σου, του, της κ.λ.π.) έξοδα — или δι' εξόδων μου (σου, του, της κ.λ.π.) — за свой счёт;
έξοδα κοινά — на общий счёт;
2) бухг, расход;έσοδα και έξοδα — приход и расход
-
22 έξοδο(ν)
το (чаще πλ.)1) расходы, издержки;τα έξοδα ατομικά — личные расходы;
μικρά (καθημερινά) έξοδα — мелкие (текущие) расходы;
οδοιπορικά έξοδα — дорожные издержки, расходы; — подъёмные;
δικαστικά έξοδα — судебные издержки;
έξοδέξοδα παραγωγής — издержки производства;
γενικά έξοδα — накладные расходы;
απρόοπτα έξοδα — непредвиденные расходы;
βάζω σε περιττά έξοδα — вводить в излишние расходы;
μπαίνω στα έξοδα — входить в расход;
υποβάλλομαι σε έξοδα — нести расходы;
καλύπτω τα έξοδα — покрывать расходы;
του πλήρωσα όσα έξοδα εκαμε — я оплатил его расходы;
με έξοδα... — за счёт...;
με δικά μου (σου, του, της κ.λ.π.) έξοδα — или δι' εξόδων μου (σου, του, της κ.λ.π.) — за свой счёт;
έξοδα κοινά — на общий счёт;
2) бухг, расход;έσοδα και έξοδα — приход и расход
-
23 ἀποκαλύπτω
ἀπο|καλύπτω срывать покровы, открывать -
24 καλύβα
καλύβα κ. καλύβη ηкалива – хижина, небольшое монашеское жилище, из которых состоят скитыЭтим.< дргр. καλύβη < καλύπτω «покрывать» -
25 καλύβη
καλύβα κ. καλύβη ηкалива – хижина, небольшое монашеское жилище, из которых состоят скитыЭтим.< дргр. καλύβη < καλύπτω «покрывать» -
26 κάλυμμα
κάλυμμα τοткань, которая полагается на престоле или его покрывает: срачица, антиминс, облачение престола, покрывалоЭтим.< дргр. καλύπτω < инд. kel «покрывать, скрывать» -
27 2572
{гл., 8}покрывать, закрывать, скрывать, укрывать.Ссылки: Мф. 8:24; 10:26; Лк. 8:16; 23:30; 2Кор. 4:3; Иак. 5:20; 1Пет. 4:8. LXX: 3680 ( הסכּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2572
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καλύπτω — καλύπτω, κάλυψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… … Dictionary of Greek
καλύπτω — καλύπτης tile masc gen sg (attic epic ionic) καλύπτω oc culo pres subj act 1st sg καλύπτω oc culo pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύπτω — κάλυψα, καλύφτηκα, καλυμμένος 1. σκεπάζω κάτι: Το χιόνι τα κάλυψε όλα. 2. προστατεύω κάτι ή κάποιον: Το ισραηλινό πυροβολικό κάλυψε την υποχώρηση των δεξιών φαλαγγιτών στο Λίβανο. 3. αποκρύπτω κάτι, συγκαλύπτω: Η διεύθυνση της υπηρεσίας αυτής… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλύπτετε — καλύπτω oc culo pres imperat act 2nd pl καλύπτω oc culo pres ind act 2nd pl καλύπτω oc culo imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύψουσι — καλύπτω oc culo aor subj act 3rd pl (epic) καλύπτω oc culo fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καλύπτω oc culo fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύψουσιν — καλύπτω oc culo aor subj act 3rd pl (epic) καλύπτω oc culo fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καλύπτω oc culo fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύψω — καλύπτω oc culo aor subj act 1st sg καλύπτω oc culo fut ind act 1st sg καλύπτω oc culo aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκαλυμμένα — καλύπτω oc culo perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκαλυμμένᾱ , καλύπτω oc culo perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκαλυμμένᾱ , καλύπτω oc culo perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλυπτομένων — καλύπτω oc culo pres part mp fem gen pl καλύπτω oc culo pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλυπτόμεθα — καλύπτω oc culo pres ind mp 1st pl καλύπτω oc culo imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)