Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καλοκαιρ

См. также в других словарях:

  • -ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… …   Dictionary of Greek

  • συγκαιρινός — και συγκαιριανός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει στην ίδια χρονική περίοδο ή είναι περίπου τής ίδιας ηλικίας, σύγχρονος 2. (για καρπό) αυτός που ωριμάζει την ίδια εποχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύγκαιρος + κατάλ. ινός* / ιανός (πρβλ. αλλοτ ινός, καλοκαιρ… …   Dictionary of Greek

  • χειμωνιά — η, Ν 1. χειμώνας 2. κακοκαιρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειμώνας + κατάλ. ιά (πρβλ. καλοκαιρ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • χειμωνιάτικος — η, ο, Ν 1. χειμερινός 2. (για ρούχα) κατάλληλος για τον χειμώνα 3. (για φρούτα) αυτός που εμφανίζεται τον χειμώνα 4. (σπάν.) (για πρόσ.) αυτός που εμφανίζεται με χειμερινή αμφίεση («πολύ χειμωνιάτικος ήλθες σήμερα) 5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… …   Dictionary of Greek

  • χιονιά — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη. Μαρτύρησε δια της πυράς επί Μαξιμιανού (245 – 310). * * * η, Ν 1. χιονιάς 2. χιονόμπαλα 3. βολή με χιονόμπαλα 4. μτφ. το λευκό χρώμα («τρελή σαν θες να φέρεις στα μαλλιά σου τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»