-
1 καλλιτοξος
2(Μαινάλου κόρη, sc. Ἀταλάντη Eur.)
-
2 καλλίτοξος
καλλίτοξοςwith beautiful bow: masc /fem nom sg -
3 καλλίτοξος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίτοξος
-
4 καλλίτοξος
-
5 καλλιτόξου
καλλίτοξοςwith beautiful bow: masc /fem gen sg -
6 καλλίτοξε
καλλίτοξοςwith beautiful bow: masc /fem voc sg -
7 καλλίτοξον
καλλίτοξοςwith beautiful bow: masc /fem acc sg -
8 καλλιτόξωι
καλλιτόξῳ, καλλίτοξοςwith beautiful bow: masc /fem dat sg
См. также в других словарях:
καλλίτοξος — καλλίτοξος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίο τόξο … Dictionary of Greek
καλλίτοξος — with beautiful bow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιτόξου — καλλίτοξος with beautiful bow masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίτοξε — καλλίτοξος with beautiful bow masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίτοξον — καλλίτοξος with beautiful bow masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιτόξωι — καλλιτόξῳ , καλλίτοξος with beautiful bow masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)