Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καλλίτοξος

См. также в других словарях:

  • καλλίτοξος — καλλίτοξος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίο τόξο …   Dictionary of Greek

  • καλλίτοξος — with beautiful bow masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιτόξου — καλλίτοξος with beautiful bow masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίτοξε — καλλίτοξος with beautiful bow masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίτοξον — καλλίτοξος with beautiful bow masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιτόξωι — καλλιτόξῳ , καλλίτοξος with beautiful bow masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»