-
61 καλλιούργημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιούργημα
-
62 καλλίπαις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίπαις
-
63 καλλιπέδιλος
A with beautiful sandals, h.Merc.57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιπέδιλος
-
64 καλλίπεπλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίπεπλος
-
65 καλλιπέταλον
καλλῐ-πέτᾰλον, τό,A = πεντέφυλλον, Dsc.4.42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιπέταλον
-
66 καλλιπέτηλος
καλλῐ-πέτηλος, ον,A with beautiful leaves, AP9.64 (Asclep. or Arch.), 10.16 (Theaet.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιπέτηλος
-
67 καλλίπηχυς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίπηχυς
-
68 καλλιπλόκαμος
A with beautiful locks, Δημήτηρ, Θέτις, Il.14.326, 18.407;Ἑλένα Pi.O.3.1
; (lyr.); Χρυσέαν ἄρνα κ. Id.El. 705 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιπλόκαμος
-
69 καλλίπλουτος
καλλῐ-πλουτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίπλουτος
-
70 καλλίπολις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίπολις
-
71 κάλλιπόταμος
κάλλῐ-πότᾰμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάλλιπόταμος
-
72 καλλίπους
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίπους
-
73 καλλιπρόβατος
καλλῐ-πρόβᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιπρόβατος
-
74 καλλιπρόσωπος
καλλῐ-πρόσωπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιπρόσωπος
-
75 καλλίπρῳρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίπρῳρος
-
76 καλλίπυγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίπυγος
-
77 καλλίπυλος
καλλῐ-πῠλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίπυλος
-
78 καλλίπυργος
καλλῐ-πυργος, ον,A with beautiful towers, ; τὰ κ. πεδία, of Thebes, Id.Supp. 618 (lyr.); κ. σοφία high-towering, Ar.Nu. 1024.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίπυργος
-
79 καλλιπύργωτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιπύργωτος
-
80 καλλίπυρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίπυρος
См. также в других словарях:
καλλιόνως — καλλῑόνως , καλλίων adverbial καλός beautiful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίους — καλλί̱ους , καλλίων masc/fem acc pl καλλιόω make more beautiful imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) καλός beautiful masc/fem nom/acc comp pl καλός beautiful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπιέπεια — θεσπιέπεια, ἡ (Α) αυτή που εκπέμπει θεία έπη, η προφητική («θεσπιέπεια Δελφίς πέτρα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + έπεια (< έπης < έπος), πρβλ. καλλι έπεια < καλλι επής. Μολονότι εξ απόψεως παραγωγής ο τ. είναι ουσιαστικό,… … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
καλλίρουν — καλλίρους beautiful flowing masc/fem acc sg καλλίρους beautiful flowing neut nom/voc/acc sg καλλί̱ρουν , καλλιερέω have favourable signs in a sacrifice imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) καλλί̱ρουν , καλλιερέω have favourable signs in … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kalderimi — durch die Aradena Schlucht auf Kreta Ein Kalderimi (griechisch καλντερίμι (n. sg.), Mehrzahl Kalderimia) ist ein gepflasterter Saumpfad in Griechenland. Die sorgfältig angelegten Wege sind mindestens 300, wahrscheinlich aber über 1000… … Deutsch Wikipedia
Marathokambos (Samos) — Gemeinde Marathokambos Δήμος Μαραθοκάμπου DEC … Deutsch Wikipedia
Каллин — (Callinus, Καλλι̃νος). Родом из Эфеса, жил около 700 г. до Р. X. Он считался у греков изобретателем элегии. (Источник: «Краткий словарь мифологии и древностей». М.Корш. Санкт Петербург, издание А. С. Суворина, 1894.) … Энциклопедия мифологии
КАЛЛИН — • Callīnus, Καλλι̃νος, см. Elegia, Элегия … Реальный словарь классических древностей
калли — (гк) καλόζ (καλλἰ ) красивый каллиграфия искусство красивого письма калейдоскоп оптическая игрушка; быстрая и беспорядочная смена чего л. (букв. созерцание красивых образов; См. греч. эйд) … Анатомия терминов. 400 словообразовательных элементов из латыни и греческого
επίτεξ — ἐπίτεξ, ἡ (Α) επίτοκος, ετοιμόγεννη (α. «μετεπέμψατο ἐκ τῶν Περσέων τὴν θυγατέρα ἐπίτεκα ἐοῡσαν», Ηρόδ. β. «ὡς ἐπίτεξ ἐστίν [ἡ κύων]», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *τεξ (< τίκτω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ά τεξ, καλλί τεξ)] … Dictionary of Greek