-
1 καλαυρόπιον
καλαυρόπιον, τό, dim. von καλαῦροψ, Artemid. 4, 72.
См. также в других словарях:
καλαυρόπιον — καλαυρόπιον, τὁ (Α) υποκορ. τού καλαύροψ* … Dictionary of Greek
καλαυρόπιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)