-
1 καλαμίνθη
καλαμίνθηfem nom /voc sg (attic epic ionic)——————καλαμίνθηfem dat sg (attic epic ionic) -
2 καλαμινθη
-
3 καλαμίνθη
καλαμίνθη, ἡ, = Folgdm; Ar. Eccl. 648; Arist. plant. 1, 7.
-
4 καλαμίνθη
κᾰλᾰμίνθη (so Hsch., butA- μίνθα Philum.Ven.7.9
, 14.6, Phot.), ἡ, = καλάμινθος, Ar.Ec. 648 (gen. sg.), Thphr.CP2.16.4 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμίνθη
-
5 καλαμίνθη
Grammatical information: f.Meaning: name of `a good-smelling plant' (Hp., Ar., Arist.)Derivatives: - καλαμινθίνη `id.' (medic.; after ῥητίνη etc., Chantraine Formation 204), καλαμινθίτης ( οἶνος; Dsc., Redard Les noms grecs en - της 97), καλαμινθώδης `full of κ.' (Str., Apollon. Lex.). Καλαμίνθιος name of a frog (Batr. 224).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unknown. The formal agreement with κάλαμος, and μίνθη does not give a conclusion. Not convincing is an original *καλαμο-μίνθη with dissimilation (G. Meyer Gr.3 393) Also hypothetical remain both a derivation καλάμ-ινθος (Schwyzer 526) as the assumption of a foreign word with popular adaptation to κάλαμος (and μίνθη). Cf. Chantraine Formation 370. Anyhow, a Pre-Greek word is most probable.Page in Frisk: 1,760Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καλαμίνθη
-
6 καλαμίνθῃ
Βλ. λ. καλαμίνθη -
7 καλαμίνθαις
καλαμίνθηfem dat pl -
8 καλαμίνθην
καλαμίνθηfem acc sg (attic epic ionic) -
9 καλαμίνθης
καλαμίνθηfem gen sg (attic epic ionic) -
10 calamintha
călămintha, ae, (călăminthē, ēs) f. herbe aux chats. - [gr]gr. καλαμίνθη, ης.* * *călămintha, ae, (călăminthē, ēs) f. herbe aux chats. - [gr]gr. καλαμίνθη, ης.* * *Calamintha, calaminthae, vel Calaminthe, calaminthes, Species menthae, vel pulegii. Dioscorides. Du pouliot sauvage, L'herbe au chat. -
11 καλαμίνθα
καλαμίνθᾱ, καλαμίνθηfem nom /voc /acc dualκαλαμίνθᾱ, καλαμίνθηfem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 νέπετος
νέπετος, ὁ,A = καλαμίνθη, Lat. word in Gal.14.43; cf. [full] νέπιτα· ἡ καλαμίνθη, Hsch. (Lat. nepeta.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νέπετος
-
13 νέπετος
Grammatical information: ?Meaning: = καλαμίνθη (Gal.)Other forms: Cf. νέπιτα ἡ καλαμίνθη H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νέπετος
-
14 calaminthe
calaminthē, ēs, f. (καλαμίνθη), eine Pflanze, eine Art Minze, Ps. Apul. herb. 70 (bei Plin. 19, 176 Sillig in mentam, Jan u. Detl. in zmintham).
-
15 κήτα
-
16 calaminthe
calaminthē, ēs, f. (καλαμίνθη), eine Pflanze, eine Art Minze, Ps. Apul. herb. 70 (bei Plin. 19, 176 Sillig in mentam, Jan u. Detl. in zmintham).Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > calaminthe
-
17 γλήχων
A v. βλήχων, -
18 καιάδας
A a pit or underground cavern at Sparta, into which state-prisoners or their corpses were thrown, Th.1.134, Paus. 4.18.4:—the forms [full] καιάτας and [full] καιέτας are found in Eust.1478.45:— also [full] καιετός, ὁ, fissure produced by earthquake, Str.8.5.7: hence Λακεδαίμονα καιετάεσσανA full of hollows or abysses, read by Zenod. for κητώεσσαν in Od.4.1: butΕὐρώτας καιετάεις Call.Fr. 224
, is expld. by καλαμινθώδης in Str.l.c.; cf. [full] καιέτα· καλαμίνθη ([dialect] Boeot.), Hsch.; [full] καιέτας in Apollon.Lex. s.v. κητώεσσαν; gen. pl. [full] καιατῶν Anon. Lond.36.57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καιάδας
-
19 κησσόν
-
20 ἐξαγέτης
ἐξαγέτης· καλαμίνθη, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαγέτης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καλαμίνθη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίνθῃ — καλαμίνθη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίνθη — (calamintha). Θαμνώδες φυτό, εύοσμο, με άνθη ρόδινα ή ερυθρά, το οποίο φύεται σε περιοχές ακαλλιέργητες. Είναι ανθεκτική στις υψηλές θερμοκρασίες και στην ξηρασία. Ανθεί στα τέλη του καλοκαιριού. Περιλαμβάνει πολλά είδη, ορισμένα από τα οποία… … Dictionary of Greek
καλαμίνθαις — καλαμίνθη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίνθην — καλαμίνθη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίνθης — καλαμίνθη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλάμινθος — ο (Α καλάμινθος) η καλαμίνθη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. καλαμίνθη] … Dictionary of Greek
καλαμίνθα — καλαμίνθᾱ , καλαμίνθη fem nom/voc/acc dual καλαμίνθᾱ , καλαμίνθη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
calaminta — ► sustantivo femenino BOTÁNICA Planta herbácea medicinal de flores con corola azulada y tubo recto. (Calamintha.) TAMBIÉN calamento * * * calaminta (del lat. «calaminthe», del gr. «kalamínthē») f. *Calamento (planta leguminosa). * * * calaminta.… … Enciclopedia Universal
έρπυλλος — ο (Α ἕρπυλλος, ὁ και ποιητ. ἕρπυλλος, ἡ) [έρπω] 1. ευώδης θάμνος τής οικογένειας τών χειλανθών, αλλ. θύμος ο έρπυλλος 2. φρ. «ερπύλλου έλαιον» άχρωμο ή ελαφρώς κιτρινωπό υγρό, αρωματικό και καμφορούχο που προέρχεται από τον θύμο τον έρπυλλο αρχ.… … Dictionary of Greek
εξαγέτης — ἐξαγέτης(ο (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καλαμίνθη», μικρό φυτό χωρίς ξυλώδη κορμό (πόα) όμοιο με τον δυόσμο … Dictionary of Greek