-
1 görgü
καλή συμπεριφορά, κοινωνικότητα -
2 sevap
καλή πράξη -
3 хороший
-
4 добрый
επ., βρ: добр, добра, добро, добры κ. добры.1. καλός, αγαθός, καλόκαρδος, χρηστός•-ые люди καλοί άνθρωποι•
-ая душа καλή ψυχή•
-ое сердце καλή καρδιά•
вы слышном -ы είστε παραπάνω από καλός•
-ые дела, καλά έργα•
-ые отношения καλές σχέσεις.
2. ευχάριστος, αίσιος• ευνοϊκός•-ые известия ευχάριστα νέα.
|| (για ευχές) καλός•-ое утро, добрый день καλημέρα•
-ой ночь καληνύχτα•
добрый вечер καλησπέρα• (в) добрый час ώρα καλή• (в) путь καλό ταξείδι•
-го здоровья υγείαίνετε.
3. παλ. πολύ καλός, άριστος. || καλής ποιότητας.4. άμεμπτος, ακηλίδωτος•-ая память καλή ανάμνηση•
-ое имя καλό όνομα•
-ая слава καλή φήμη.
5. ολόκληρος, πλήρης•я просидел -ых два часа κάθησα δυό ολόκληρες ώρες.
|| πραγματικός.εκφρ.добрый малый – ανθρωπάκος, -άκι•всего -го – (ευχή) α) στο καλό. β) χαίρετε (αποχαιρετισμός)•чего -го – μπορεί, δυνατόν, πιθανόν•чего -го нас в дороге гроза застигнет – μπορεί να μας πιάσει θύελλα στο δρόμο•будьте -ы – έχετε τήν καλοσύνη νά..., ευαρεστηθείτε•по -ой воле – θεληματικά,εκουσίως• από καλή θέληση•люди -ой волы – άνθρωποι καλής θέλησης. -
5 почин
-а α.1. πρωτοβουλία•личный почин προσωπική πρωτοβουλία•
по собственному -у με δική μου (του, της κ.τ.τ.) πρωτοβουλία•
смелый почин θαρρ«λέα πρωτοβουλία.
2. η καλή αρχή, ο σεφτές•почин дороже всего η καλή αρχή είναι το παν•
продать дшево для -у πουλώ φτηνά για καλή αρχή•
сделать почин κάνω καλή αρχή (σεφτέ).
-
6 хороший
επ., βρ: -ρόπΐ-έ, -ό.1. καλός•-человек καλός άνθρωπος•
-ая лошадь καλό άλογο•
хороший почерк καλός γραφικός χαρακτήρας•
-аппетит καλή όρεξη•
хороший совет καλή συμβουλή•
хороший конец καλό τέλος•
-ая мысль καλή σκέψη•
-пример καλό παράδειγμα•
-ее настроение καλή διάθεση•
-ая погода καλός καιρός.
|| πεπειραμένος, επιδέξιος• αριστοτέχνης•хороший организатор καλός οργανωτής•
хороший музыкант καλός μουσικός.
-ее ουσ. ουδ. το καλό.2. αρκετά μεγάλος σημαντικός• αρκετός•-ие деньги καλά χρήματα•
хороший рост καλό ανάστημα.
|| γερός, δυνατός•получить хороший насморк παίρνω γερό συνάχι.
3. όμορφος, ωραίος, θελκτικός, γοητευτικός.4. προσφιλής, αγαπητός.εκφρ.по -му – α) καλά, όπως πρέπει, β) με το καλό, ήρεμα, ήσυχα. -
7 добрый
добр||ыйприл καλός, ἀγαθός:\добрыйые люди οἱ καλοί ἀνθρωποι· \добрый человек ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος· вы слишком \добрыйы ко мие μεγάλη ἡ καλωσύνη σας· ◊ \добрый малый καλός ἄνθρωπος, καλό παιδί, λεβεν-τόπαιδο· \добрыйое имя τό καλό ὀνομα, ἡ καλή φήμη· в \добрый час! ἡ ῶρα ἡ καλή! \добрыйое у́тро!, \добрый день! καλημέρα!· \добрый вечер! καλησπέρα (σας)!· \добрыйой но́чи! καληνύχτα!· всего́ \добрыйого! χαίρετε!, γεια χαρά!, καλή τύχη!· будьте \добрыйы! εὐαρε-στηθήτε νά!, ἐχετε τήν καλωσύνη νά!· \добрыйых три часа ὁλόκληρες τρεϊς ὠρες· чего́ \добрыйого он уедет μπορεί καί νά φύγει· \добрыйая половина τό μισό· по \добрыйой во́ле. εθελοντικά, ἐκούσια· люди \добрыйой воли οἱ ἄνθρωποι καλής θέλησης. -
8 перо
пер||о́с1. (птицы) τό φτερό, τό πτε-ρόν:покрытый перьями φτερωτός, πτερωτός-.2. (писчее) ἡ πέννα:вечное \перо ὁ στυλογράφος, τό στυλό· ◊ бойкое \перо τό ζωντανό ὕφος· проба \пероί ἡ πρώτη συγγραφική ἀπόπειρα· одии́м росчерком \пероа μέ μιά μονοκονδυλιά· взяться за \перо ἀρχίζω νά γράφω· владеть \пероо́м ἔχω καλή /Γέννα· что написано \пероо́м, не вырубишь топором поел. ὀτι γράφεις δέν ξεγράφεις· вес \пероа спорт. κατηγορία <ρτεροῦ· ни пу́-ха ни \пероа́1 разг καλή τύχη!, καλή ἐπιτυχία! -
9 состояние
1. (положение, в котором кто-, что-л. находится) η κατάστασηзародышевое - см. эмбриональное -рабочее - σε - εργα-σίας/λειτουργίαςсверхпроводящее - σε - υπεραγωγιμότητας, υπε-ραγώγιμη -стационарное - στατική -, στάσιμη -тяжёлое - (больного) σοβαρή - (του/της ασθενούς)физическое - мед. φυσική -- цен на рынке (эк.торг.) - τιμών στην αγορά2. (капитал, имущество) η περιουσία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > состояние
-
10 аппетит
-
11 бойкий
бойкий 1) (смелый) τολμη ρός 2) (оживлённый) ζωηρός· \бойкийая торговля η καλή αγορά* * *1) ( смелый) τολμηρός2) ( оживлённый) ζωηρόςбо́йкая торго́вля — η καλή αγορά
-
12 воспитание
воспитание с η ανατροφή, η εκπαίδευση хорошее \воспитание η καλή ανατροφή* * *сη ανατροφή, η εκπαίδευσηхоро́шее воспита́ние — η καλή ανατροφή
-
13 выглядеть
выглядеть φαίνομαι, έχω όψη· вы хорошо \выглядетьите έχετε καλή όψη* * *φαίνομαι, έχω όψηвы хорошо́ вы́глядите — έχετε καλή όψη
-
14 год
год м το έτος, η χρονιά, ο χρόνος учебный \год το διδακ τικό έτος το σχολικό έτος (в школе) весь (или целый) \год ολόκληρο χρόνο через \год μετά ένα χρόνο в прошлом (в будущем) \году πέρ(υ)σι (του χρόνου) \год тому назад πριν ένα χρόνο, πέρσι в текущем (или в этом) \году φέτος из года в \год από χρόνο σε χρό νο ◇ Новый \год το Νέον έτος, η Πρωτοχρονιά с Новым годом! ευτυχές το Νέον έτος!, καλή Πρωτοχρονιά!* * *мτο έτος, η χρονιά, ο χρόνοςуче́бный год — το διδακτικό έτος; το σχολικό έτος ( в школе)
че́рез год — μετά ένα χρόνο
в про́шлом (в бу́дущем) году́ — πέρ(υ)σι (του χρόνου)
год тому́ наза́д — πριν ένα χρόνο, πέρσι
в теку́щем ( или в э́том) году́ — φέτος
из го́да в год — από χρόνο σε χρόνο
••Но́вый год — το Νέον έτος, η Πρωτοχρονιά
с Но́вым го́дом! — ευτυχές το Νέον έτος!, καλή Πρωτοχρονιά!
-
15 дельный
дельный θετικός, πραχτικός, επιδέξιος; \дельный совет η καλή συμβουλή* * *θετικός, πραχτικός, επιδέξιοςде́льный сове́т — η καλή συμβουλή
-
16 добрый
добрый καλός, αγαθός ◇ в \добрый час! στο καλό!, ώρα καλή! всего \добрыйого! χαίρετε!, γεια χαρά будьте добры... έχετε την καλοσύνη να...* * *καλός, αγαθός••в до́брый час! — στο καλό!, ώρα καλή!
всего́ до́брого! — χαίρετε!, γεια χαρά
бу́дьте добры́... — έχετε την καλοσύνη να…
-
17 зрение
-
18 наилучший
наилучший καλύτερος· \наилучший результат το καλύτερο αποτέλεσμα ◇ всего \наилучшийего! σας εύχομαι τα πάντα!, ώρα καλή!* * *наилу́чший результа́т — το καλύτερο αποτέλεσμα
••всего́ наилу́чшего! — σας εύχομαι τα πάντα!, ώρα καλή!
-
19 отношение
отношение с 1) η στάση, η συμπεριφορά* хорошее \отношение η καλή συμπεριφορά· небрежное \отношение η αμέλεια, η αδιαφορία* бережное η μέριμνα 2) (взаимная связь) η σχέση 3)мн.: \отношениея οι σχέσεις· дипломатические \отношениея οι διπλωματικές σχέσεις ◇ в \отношениеи кого-л. σχετικά με κάποιον во всех \отношениеях απ' όλες τις πλευρές, από πολλές απόψεις* * *с1) η στάση, η συμπεριφοράхоро́шее отноше́ние — η καλή συμπεριφορά
небре́жное отноше́ние — η αμέλεια, η αδιαφορία
бе́режное отноше́ние — η μέριμνα
2) ( взаимная связь) η σχέση3) мн.отноше́ния — мн. οι σχέσεις
дипломати́ческие отноше́ния — οι διπλωματικές σχέσεις
••в отноше́нии кого́-л. — σχετικά με κάποιον
во всех отноше́ниях — απ'όλες τις πλευρές, από πολλές απόψεις
-
20 почин
См. также в других словарях:
Καλῇ — Καλή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) καλέω call pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) καλέω call imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) κά̱λη , κήλη tumour fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλῃ — κάλη fem dat sg (attic epic ionic) κά̱λῃ , κήλη tumour fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλη — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 1.684 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γιαννιτσών του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο μέσο του νομού, 18 χλμ. ΒΑ της Έδεσσας. Αποτελεί έδρα του δήμου Μενηίδος. * * * κάλη, ἡ (Μ) ικανότητα, ανδρεία («ἔχει γὰρ μεγίστην… … Dictionary of Greek
καλῇ — καλέω call fut ind mid 2nd sg (attic) καλέω call pres subj mp 2nd sg καλέω call pres ind mp 2nd sg καλέω call pres subj act 3rd sg καλός beautiful fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλή — καλός beautiful fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλὴ πετρέα ἐκτὸ ἀνώγαιον. — См. Хорошо медведя в окно дразнить … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Καλή Βρύση — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 270 μ., 1.065 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, της ανατολικές απολήξεις του Μενοικίου όρους, 23 χλμ. Δ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Καλή Κώμη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 200 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, 95 χλμ. Δ της Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αργιθέας … Dictionary of Greek
Καλή Παναγιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 27 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, κοντά στην πόλη της Βέροιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δοβρά … Dictionary of Greek