-
1 κάκ
-
2 κακ
ἐκ, ἐκfrom out of: proclitic indeclform (prep)——————ἔκ, ἐκfrom out of: proclitic indeclform (prep) -
3 κἀκ
-
4 κάκ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κάκ
-
5 κακ'
κακά, κακόςbad: neut nom /voc /acc plκακά̱, κακόςbad: fem nom /voc /acc dualκακά̱, κακόςbad: fem nom /voc sg (doric aeolic)κακέ, κακόςbad: masc voc sgκακαί, κακόςbad: fem nom /voc pl——————ἀκά̱, ἀκήpoint: fem nom /voc /acc dualἀκά̱, ἀκήpoint: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀκαί, ἀκήpoint: fem nom /voc plἀκί, ἀκίςpointed object: fem voc sgἐκά, ἐκάςfem voc sg -
6 κἀκ
Βλ. λ. κακ -
7 κἄκ
Βλ. λ. κακ -
8 κἀκ'
Βλ. λ. κακ' -
9 κάκ
κατάdownwards.poetic indeclform (prep) -
10 κάκ'
κάκαι, κάκηwickedness: fem nom /voc plκάκᾱͅ, κάκηwickedness: fem dat sg (doric aeolic) -
11 κακ(κ)αλία
Meaning: name of everal plants (Dsc., Plin.); κακαλίς νάρκισσος H.See also: s. ἀκακαλίς.Page in Frisk: 1,758Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κακ(κ)αλία
-
12 κακεργέτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακεργέτις
-
13 κακανθέω
A bear such blossom, Sch. ad loc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακανθέω
-
14 κακανθήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακανθήεις
-
15 κακελκής
κᾰκ-ελκής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακελκής
-
16 κακελπιστέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακελπιστέω
-
17 κακέμφατος
κᾰκ-έμφᾰτος, ον,A ill-sounding, κακέμφατόν ἐστι τὸ ὑπεξαίρεσις" Demetr.Lac.Herc. 1012.23; esp. of words used in a vulgar or equivocal sense, Quint.8.3.44, Sch.Luc.Lex.21; τὸ κ. Sch.Ar.Ach. 258, al. Adv. - τως Sch.Ar. Ra.48, 426, etc.II = ἄδοξος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακέμφατος
-
18 κακεντρέχεια
κᾰκ-εντρέχεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακεντρέχεια
-
19 κακεντρεχής
κᾰκ-εντρεχής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακεντρεχής
-
20 κακεπίθυμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακεπίθυμος
См. также в других словарях:
κακ — κάκ (Α) ονομασία τού γράμματος κάππα … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακ(κ)αλία — κακ(κ)αλία, ἡ (Α) 1. το φυτό στρύχνο το υπνωτικό 2. το ποώδες φυτό μερκουριαλίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. σχέση με την αιγυπτιακής προελεύσεως ονομασία φυτών ακακαλίς] … Dictionary of Greek
κακ' — κακά , κακός bad neut nom/voc/acc pl κακά̱ , κακός bad fem nom/voc/acc dual κακά̱ , κακός bad fem nom/voc sg (doric aeolic) κακέ , κακός bad masc voc sg κακαί , κακός bad fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀκ — ἐκ , ἐκ from out of proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀκ' — ἀκά̱ , ἀκή point fem nom/voc/acc dual ἀκά̱ , ἀκή point fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀκαί , ἀκή point fem nom/voc pl ἀκί , ἀκίς pointed object fem voc sg ἐκά , ἐκάς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄκ — ἔκ , ἐκ from out of proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκ — κατά downwards. poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκ' — κάκαι , κάκη wickedness fem nom/voc pl κάκᾱͅ , κάκη wickedness fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιδηρόφρων τε κἄκ πέτρας εἰργάσμενος. — См. Железная воля … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κιργισία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κιργισίας Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κιργισίας (1936 90) Έκταση: 198.500 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.822.166 (2001) Πρωτεύουσα: Μπισκέκ (762.308 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek