-
1 παιγνιον
τό преимущ. pl.1) игрушка Plat.2) игра, забаваἐνόπλια παίγνια Plat. — вооруженная игра или пляска с оружием
3) pl. смешное представление, комедия(περὴ γέλωτα παίγνια, ἃ κωμῳδίαν λέγομεν Plat.)
4) веселая песенка(π. νέον φθέγγειν τινί Anth.)
5) шутка, проделка Luc.6) pl. баловень, любимчик, сокровище(τἀμὰ παίγνια Arph.)
ирон. κακὰ παίγνια Theocr. — хитрые плуты
См. также в других словарях:
παίγνιο — το (ΑΜ παίγνιον, Α και παίχνιον) 1. εύθυμη απασχόληση που γίνεται για ψυχαγωγία, παιδιά, παιγνίδι 2. αντικείμενο ή μέσο ψυχαγωγίας 3. πρόσωπο ή πράγμα που βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση κάποιου, άθυρμα, έρμαιο («ἄνθρωπον δὲ... θεοῡ τι παίγνιον… … Dictionary of Greek