-
1 беда
-ы, πλθ. беды θ.1. δυστυχία, κακό, συμφορά• δυστύχημα•выручить из -ы βγάζω από τη δυστυχία•
помочь в -е βοηθώ στή δυστυχία•
непоправимая беда ανεπανόρθωτο κακό, δυστύχημα•
попасть в -у παθαίνω κακό (πέφτω σε δυστυχία)•
утещать в -е παρηγορώ στη δυστυχία.
2. (ως κατηγ.) είναι δύσκολο, κακό, άσχημο•беда мне с ним μου είναι δύσκολο μ’ αυτόν, κακό που με βρήκε μ’ αυτόν•
беда в том, что он не учится το κακό είναι που δε μαθαίνει ή δε σπουδάζει.
|| (με το μόριο не) δεν είναι σοβαρό•это не беда αυτό δεν είναι σοβαρό.
3. πάρα πολύς, πληθώρα•людей там беда сколько ήταν εκεί.πολύς κόσμος, κακό μεγάλο•
хорошая женщина? беда хорошая καλή γυναίκα’ πάρα πολύ καλή.
εκφρ.- как – πάρα πολύ•на -у мою (твою – πλπ.) δυστυχώς για μένα, για κακό δικό μου, για κακή μου τύχη•что за -! – το κακό δεν είναι μεγάλο, κακό το λες αυτό;•то-то и, в том-то и беда – εδώ είναι η ρίζα του κακού. -
2 зло
-а, πλθ. μόνο γεν. зол ουδ.1. κακό•причинить зло кому-н. προξενώ (κάνω) κακό σε κάποιον•
желать зла кому θέλω το κακό κάποιου•
употреблять что-л. во зло κάνω κατάχρηση ενός πράγματος•
пресечь зло в корне ξεριζώνω το κακό.
2. δυστυχία, ατυχία•корень зла η ρίζα του κακού•
из двух зол выбирать меньшее εκ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον•
платить злом за добро από το καλό σου να βρεις το διάβολο σου• αντί του μάνα χολή.
3. κακία, θυμός φούρκα•со зла από το κακό (μου, του κ.τ.τ.)• зло обращаться с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον•
зло подшутить над кем χλευάζω κάποιον•
зло улыбнуться χαμογελώ με κακία•
зло кусаться τρώγω τα νύχια από το κακό μου.
-
3 досада
-ы θ.πείσμα, αγανάκτηση, θλιψοργή, θλίψη• πίκρα, κακό•выместить на ком свою -у ξεσπώ σε κάποιον•
подавить -у πνίγω την οργή•
скрывать свою -у κάνω τον αδιάφορο, κρύβω τη θλιψοργή•
сдерживать -у συγκρατώ το πείσμα•
треснуть с -ы σκάζω από το κακό μου•
он заплакал от -ы αυτός έκλαψε από το κακό του•
какая досада ! τι κακό!•
что за -! τί κακό ειν' αυτό!
-
4 зло
зло Iс τό κακό:причинять \зло кому-л. κάνω κακό σέ κάποιον употреблять что-либо во \зло καταχρώμαι, χρησιμοποιώ για τό κακό· ◊ корень зла ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ· из двух зол выбирают меньшее δύο κακών προκειμένων τό μή χείρον βέλτισ-τον.зло IIнареч κακόβουλα, κακοβούλως, μοχθηρά, μέ κακία[ν]:\зло отвечать кому́-либо ἀπαντῶ σέ κάποιον μέ κακία. -
5 недобрый
επ., βρ: -обр, -обра, -обро, πλθ. -обры όχι, καλός, όχι αγαθός κακός, αχρείος, φαύλος• εχθρικός, κακόβουλος• αντιπαθητικός•-ое чувство κακόβουλο αίσθημα•
-ые намерения κακές διαθέσεις•
-ое предчувствие κακή προαίσθηση•
недобрый час κακή ώρα•
недобрый сон κακό όνειρο;
ουσ. -ое ουδ. το κακό•-ое что-то случилось κάτι το κακό συνέβηκε.
-
6 плохой
επ., βρ: плох, плоха, плохо.1. κακός, άσχημος•-ая погода άσχημος καιρός, κα-κόκαιρος, παλιόκαιρος•
-йе условия άσχημες συνθήκες•
плохой человек κακός άνθρωπος•
плохой характер άσχημος χαρακτήρας•
-йе вести άσχημες ειδήσεις, κακά μαντάτα•
плохой пример κακό παράδειγμα.
|| αδέξιος• ανάξιος, αναξιόλογος•писатель αναξιόλογος συγγραφέας.
2. ουσ. ουδ. -ое το κακό, το άσχημο•никто -ого про вас не говорил κανένας δεν είπε κακό για σας.
|| αδύνατος, αδύναμος, εξαντλημένος (για ασθενή, γέροντα).εκφρ.пойти по -ой дороге – ή πο•- ому пути – παίρνω άσχημο δρόμο (στη ζωή)•шутки -и с ним – μη κάνεις αστεία με αυτόν, δε σηκώνει αστεία. -
7 вредить
-
8 зло
I зло Ι с το κακό, η κακία II зло II нареч. μοχθηρά, με κακία* * *I сτο κακό, η κακίαII нареч.μοχθηρά, με κακία -
9 вред
вредм ἡ βλάβη, τό κακό[ν], ἡ φθορά/ ἡ ζημία (ущерб):во \вред кому-л. προς ζημία κάποιου· причинять \вред προκαλώ ζημία, κάνω κακό. -
10 дурной
дурн||о́йприл1. κακός, χημος:\дурнойо́й вкус τό κακό γούστο· эй запах ἡ κακοσμία, ἡ ἀποφορά· \дурнойо́й рактер ὁ κακός χαρακτήρας· \дурнойой призы τό ἄσχημο σημάδι· \дурнойые привычки κακές συνήθειες· \дурнойая слава ἡ κακή μη· \дурнойой мальчишка τό παληόπαιδο, ἀνάγωγο παιδί· истолковать в \дурнойу́ю эрону παρεξηγώ· быть на \дурнойо́м счету ἐχουν σέ κακό μάτι·2. (некрасивый) χημος:она не дурна εἶναι νοστι-δλα. -
11 худо
ху́д||о Iс τό κακό[ν]:он никому не делает \худоа δέν κάνει σέ κανέναν κακό· ◊ нет \худоа без добра погов. οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ, κάθε ἐμπόδιο σέ καλό.худо II1. нареч κακά, ἄσχημα:\худо отзываться ὁ ком-л. ἐκφράζω ἄσχημη γνώμη γιά κάποιον2. безл:ему́ \худо τήν ἔχει ἄσχημα· ему́ \худо пришлось в жизни τά βρήκε ζόρικα στή ζωή του. -
12 harm
1. noun(damage; injury; distress: I'll make sure you come to no harm; He meant no harm; It'll do you no harm to go.) ζημιά,κακό2. verb(to cause (a person) harm: There's no need to be frightened - he won't harm you.) βλάπτω,κάνω κακό- harmful- harmless
- harmlessly
- harmlessness
- out of harm's way -
13 глаз
-а (-у), προθτ. о -е, в -у, πλθ. глаза, глаз, -ам а.1. μάτι, όμμα, οφθαλμός. || ματιά, βλέμμα.2. όραση•он лишился глаз αυτός έχασε τα μάτια (την όραση, το φως).
|| μτφ. επίβλεψη•у семи нянек дидя без -у οι πολλές μαμές βγάζουν στραβό το παιδί ή οι πολλοί καραβοκυραίοι πνίγουν γρήγορα το καοάβι ή (αρχ. παροιμία) πολλοί στρατηγοί Καρίαν απώλεσαν.
3. μάτιασμα, μάτι.εκφρ.в -ах чьих – α) στα μάτια (γνώμη, κρίση) του ή των. β) παλ. επί παρουσία•на -ах – επί παρουσία, με την παρουσία (κάποιου)•с безумных глаз – (απλ.) σε κατάσταση παραλογισμού•с пьяных глаз – (απλ.) σε κατάσταση μέθης•с какими -ами появиться ή показаться – με τι πρόσωπο (ή μούτρα) να εμφανιστώ (ή να βγώ, να παρουσιαστώ)•-а бы (мой) не смотрели ή не глядели; -а б (мой) не видали – να μην έβλεπαν τα μάτια μου (για μεγάλη απέχθεια)•- а горят на что – καίγομαι από τον πόθο, επιθυμώ πάρα πολύ•- а на лоб лезут – (απλ.) τα μάτια γουρλώνουν από θαυμασμό•смотреть большими глазами – γουρλώνω τα μάτια, βλέπω με θαυμασμό•смотреть ή глядеть в -а – κοιτάζω στα μάτια, κατάματα (προσπαθώ να εξιχνιάσω, να μαντέψω)•смотреть – ή,глядеть во все -а έχω τα μάτια μου τέσσειρα (άγρυπνα παρακολουθώ)’ смотреть ή глядеть прямо (ή смело) в -а κοιτάζω, Βλέπω κατάματα (άφοβα)•смотреть ή глядеть на что чьими -ами – βλέπω με ξένα μάτια (δεν έχω δική μου γνώμη)•в -а не видать – να μην ιδώ στα μάτια μου•в -а сказать ή назвать – κ.τ.τ. λέγω κατά πρόσωπο, κατάμουτρα•в -ах ή перед -ами стоять – στο νου μου, μπροστά μου το εχω, μου έρχεται στη σκέψη•острый глаз – οξεία όραση•! дурной глаз κακό μάτι (βάσκανο)•куда не кинь -ом – όπου και να ρίξεις (να στρέψεις) το μάτι•на -а показывается ή попадает(ся) – κ.τ.τ. εμφανίζεται, παρουσιάζεται μπροστά μου•настолько хватает глаз ή куда достает глаз – όσο φτάνει ή κόβει το μάτι•ни в одном -у -е – καθόλου δεν είναι μεθυσμένος•с глаз долой (уйти, убрать(ся) – συνήθως με προστκ. έξω, φύγε απ’ εδώ, να μη σε δουν τα μάτια μου•с -у на глаз – ένας μ' έναν, τετ α τετ•между глаз – απαρατήρητα•закрывать -а – κλείνω τα μάτια (κάνω,προσποιούμαι πως δε βλέπω)•закрыть -а – κλείνω τα μάτια (πεθαίνω)•закрыть -а кому-то – α) κλείνω τα μάτια του πεθαμένου, β) παρευρίσκομαι στο θάνατο συγγενούς•отктрыть, открывать -а кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (διαφωτίζω)•на -ах – με το μάτι (η περίπου εκτίμηση)•в -а – φάτσα, απέναντι, εν όψει•за -а – α) εν απουσία, ερήμην, β) χωρίς να ιδώ•купить что-л. за -а – αγοράζω γουρούνι στο σακκί•- а не казать – να μην εμφανιστεί μπροστά μου•идти куда глаза глядят – ενεργώ απερίσκεπτα, ριψοκινδυνεύω•лгать в -а – ψεύδομαι κατάφορα•очки не по -ом – τα ματογυάλια δεν κάνουν, δεν αντιστοιχούν στην όραση•не пу-скй’ть с глаз с кого-л, с чего-л. – δεν ξεκολλώ τα μάτια από κάποιον, από κάτι (θέλγομαι)•у страха -а велики – παρμ. ο φόβος μεγαλώνει το κακό•с глаз долой из сердца вон – μάτια που δε βλέπονται γρήγορα ξεχνιούνται. -
14 горе
горе 1-я ουδ.1. στενοχώρια, πίκρα, φαρμάκι• λύπη, θλίψη•с -я από στενοχώρια.
2. δυστυχία, κακοτυχία, ατυχία, κακό•нас постигло большое горе μας βρήκε μεγάλο κακό.
εκφρ.с -ем пополам – κουτσά-στραβά, με δυσκολία, μετά βασάνων, κούτσα-κούτσα•и -я мало – λίγη είναι η στενοχώρια μου, στενοχώρια που έχω (αδιαφορώ)•помочь, пособить -ю – βοηθώ στη δυστυχία•хлебнуть, хватить -я – πίνω πολλά φαρμάκια, περνώ πολλές στενοχώριες•- мне с тобой – με ποτίζεις φαρμάκια, με καταστενοχωρείς.горе 2επίρ. παλ.άνω, προς τον ουρανό•возвести очи горе κοιτάζω προς τον ουρανό•
воздеть руки горе υψώνω τα χέρια προς τον ουρανό.
-
15 злость
-и θ.κακία, μοχθηρία, κακό•побледнеть от -и κιτρινίζω από το κακό μου.
-
16 каркать
ρ.δ.1. κρώζω.2. μτφ. προλέγω,προφητεύω κακό, κακομελετώ,προοιωνίζομαι κακό. -
17 корень
-рня, πλθ. корни-ей α.1. ρίζα•пустить -и ριζώνω, ριζοβολώ, απολάω ρίζες•
вырвать с -ем ξεριζώνω•
корень зуба η ρίζα του δοντιού•
-и волос οι ρίζες των μαλλιών.
2. μτφ. αρχή, πηγή, βάση, κύρια αιτία•корень зла η ρίζα του κακού.
|| παλ. γένος, οικογένεια• γεναρχία.3. (γραμμ.) ρίζα•корень и окончание ρίζα και κατάληξη.
4. (μαθ.) ρίζα•извлечь квадратный корень βγάζω τετραγωνική ρίζαι•
кубический корень κυβική ρίζα.
εκφρ.в - – ριζικά εντελώς, τελείως, καθόλου, πέρα για πέρα•в -е я не согласен с вами – διαφωνώ πέρα για πέρα με σας•на -ю – αθέριστα (για σιτηρά)•- жизни – βλ. женьшень• врасти (прирасти) -ими θεμελιώνομαι, ριζώνω, συνδέομαι γερά•запрячь (заложить – κ.τ.τ.) в корень ζεύω στο τιμόνι•в -е пресечь – προλαβαίνω το κακό, χτυπώ το κακό στη ρίζα (πριν μεγαλώσει)•смотреть (ή глядеть – κ.τ.τ.) в корень μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης, βρίσκω τη ρίζα, εμβαθύνω•краснеть (покраснеть) до волос – κοκκινίζω ως τ αυτιά•подорвать (подрубить, подкосить – κ.τ.τ.) под корень τρώγω τις ρίζες, υποσκάπτω τα θεμέλια. -
18 лихо
лихо 1-а ουδ.(παλ. κ. απλ.) κακό, δυστυχία, συμφορά•от -а не уйдёшь από το κακό δε θα γλυτώσεις.
εκφρ.не поминать -ом кого – δεν κρατώ κακία για κάποιον ή δεν μνησικακώ για κάποιον•узнать, почём фунт -а – ξέρω τι θα πεί δυστυχία•хватить ή хлебнуть -а – περνώ πολλά βάσανα, μεγάλη δυστυχία.лихо 2επίρ.1. επίρ. κακώς, βλαβερά, μοχθηρά.2. ως κατηγ. είναι άσχημα, βαριά. -
19 неприятность
-и θ.δυσάρεστο γεγονός παρεξήγηση•случилась маленькая неприятность συνέβηκε μικρή παρεξήγηση•
какая -! τι (απροσδόκητο) κακό!•
его ожидает неприятность τον περιμένει, κακό.
-
20 остерегать
ρ.δ.μ. προφυλάσσω (από κακό ή κίνδυνο).1. προφυλάσσομαι (από κακό, κίνδυνο). || είμαι προσεχτικός, επιφυλακτικός, προσέχω, επιφυλάσσομαι.2. αποφεύγω,φυλάγομαι•остерегать острой пищи αποφεύγω τα ξυνά-αρ-μυρά.
См. также в других словарях:
κακό — (Φιλοσ.). Φιλοσοφική έννοια που έχει προσλάβει πάρα πολλές σημασίες, ακόμα και αναφορικά με το πλήθος των σημασιών που αποδίδονται στο αντίθετό του, το καλό. Σύμφωνα με τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, το κ., είναι στέρηση και έλλειψη, δεν… … Dictionary of Greek
κακό(ν) — το βλ. κακός … Dictionary of Greek
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… … Dictionary of Greek
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek
επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… … Dictionary of Greek
ιώμαι — (AM ἰῶμαι, άομαι) γιατρεύω κάποιον, τόν θεραπεύω, τού αποκαθιστώ την υγεία, τόν κάνω καλά αρχ. 1. (κυρίως για γιατρούς) περιποιούμαι 2. αντιδρώ, εξουδετερώνω κάτι («ἄκρατος ἰᾱται τὸ κώνειον», Πλούτ.) 3. διορθώνω, επιδιορθώνω («ἰᾱσθαι τὸ βλαβέν»,… … Dictionary of Greek
κακεργέτης — και κακεργάτης, ὁ, θηλ. κακεργέτις και κακεργάτις (Α) (ως σκωπτικό όνομα τού Πτολεμαίου Ζ σε αντίθεση με τον Πτολεμαίο Β τον Ευεργέτη) αυτός που εργάζεται το κακό, κακοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακο ερ γός (< κακ(ο)* + ἔργον), πρβλ. ευ εργέτης (βλ … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek