-
1 κακωτικός
κακωτικός, geneigt oder geschickt, Schaden zuzufügen, schädlich, Schol. Il. 1, 10 u. öfter Sp.
-
2 κακωτικός
κακωτικόςhurtful: masc nom sg -
3 κακωτικός
κακωτικός, geneigt oder geschickt, Schaden zuzufügen, schädlich -
4 κακωτικός
A hurtful, noxious, Ph.2.557, Herm. ap. Stob.1.41.6; τινος Dsc.1.94, cf. Gal.6.260, Sch.D Il.1.10; κ. τι παθεῖν Chor.p.221 B.; κ. αἰτία, ἀκτίς, Vett.Val.49.11, 151.6. Adv.-κῶς, διάγειν Id.165.34
, cf. Sch.Epict.Ench.42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακωτικός
-
5 κακωτικά
κακωτικόςhurtful: neut nom /voc /acc plκακωτικά̱, κακωτικόςhurtful: fem nom /voc /acc dualκακωτικά̱, κακωτικόςhurtful: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 κακωτικόν
κακωτικόςhurtful: masc acc sgκακωτικόςhurtful: neut nom /voc /acc sg -
7 κακωτικαί
κακωτικόςhurtful: fem nom /voc pl -
8 κακωτικοί
κακωτικόςhurtful: masc nom /voc pl -
9 κακωτικούς
κακωτικόςhurtful: masc acc pl -
10 κακωτική
κακωτικόςhurtful: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
11 κακωτικήν
κακωτικόςhurtful: fem acc sg (attic epic ionic) -
12 κακωτικών
-
13 κακωτικῶν
-
14 κακωτική
-
15 κακωτικῇ
-
16 κακωτικής
-
17 κακωτικῆς
-
18 κακωτικαίς
-
19 κακωτικαῖς
-
20 κακωτικοίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κακωτικός — κακωτικός, ή, όν (AM) [κακώ] αυτός που έχει την τάση να βλάπτει, κακός, επιζήμιος, βλαπτικός. επίρρ... κακωτικῶς (Α) βλαπτικά, επιζήμια … Dictionary of Greek
κακωτικός — hurtful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακωτικά — κακωτικός hurtful neut nom/voc/acc pl κακωτικά̱ , κακωτικός hurtful fem nom/voc/acc dual κακωτικά̱ , κακωτικός hurtful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακωτικῶν — κακωτικός hurtful fem gen pl κακωτικός hurtful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακωτικόν — κακωτικός hurtful masc acc sg κακωτικός hurtful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακωτικαῖς — κακωτικός hurtful fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακωτικαί — κακωτικός hurtful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακωτικοῖς — κακωτικός hurtful masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακωτικοί — κακωτικός hurtful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακωτικοῦ — κακωτικός hurtful masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακωτικούς — κακωτικός hurtful masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)