Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κακωτικός

См. также в других словарях:

  • κακωτικός — κακωτικός, ή, όν (AM) [κακώ] αυτός που έχει την τάση να βλάπτει, κακός, επιζήμιος, βλαπτικός. επίρρ... κακωτικῶς (Α) βλαπτικά, επιζήμια …   Dictionary of Greek

  • κακωτικός — hurtful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικά — κακωτικός hurtful neut nom/voc/acc pl κακωτικά̱ , κακωτικός hurtful fem nom/voc/acc dual κακωτικά̱ , κακωτικός hurtful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικῶν — κακωτικός hurtful fem gen pl κακωτικός hurtful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικόν — κακωτικός hurtful masc acc sg κακωτικός hurtful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικαῖς — κακωτικός hurtful fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικαί — κακωτικός hurtful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικοῖς — κακωτικός hurtful masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικοί — κακωτικός hurtful masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικοῦ — κακωτικός hurtful masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικούς — κακωτικός hurtful masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»