Перевод: со всех языков
- Со всех языков на:
- Английский
κακο-στόματος/el
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ξηροστομία — Υπερβολική ξηρότητα του στόματος, που έχει σχέση με τη μείωση ή και την προσωρινή διακοπή της έκκρισης σάλιου. Παρατηρείται σε άτομα που πάσχουν από διαβήτη ή από εμπύρειες νόσους, μετά από χρήση ατροπίνης ή εξαιτίας της μεγάλης απώλειας υγρών… … Dictionary of Greek
υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… … Dictionary of Greek
υμνώ — ὑμνῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑμνείω Α [ύμνος] 1. εξυμνώ, επαινώ, εγκωμιάζω (α. «ύμνησε τους άθλους τών αγωνιστών τού 21» β. «οὔτ ἐπινύμφειός πω μέ τις ὕμνος ὕμνησεν», Σοφ.) 2. ψάλλω εκκλησιαστικό ύμνο, δοξολογώ τον Θεό («Σὲ ὑμνοῡμεν, Σὲ εὐλογοῡμεν … Dictionary of Greek