Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καιρό-ηα

См. также в других словарях:

  • Κάιρο — I Η παλαιότερη ελληνική εφημερίδα του Καΐρου. Ιδρύθηκε το 1873 από τον M.K. Νομικό και αργότερα πέρασε στην ιδιοκτησία των Γ. Μαυράκη, Μ.I. Νομικού και τέλος του Α. Βαμβακούκη. Το τελευταίο της φύλλο τυπώθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1895. Η εφημερίδα,… …   Dictionary of Greek

  • Κάιρο — το η πρωτεύουσα της Αιγύπτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κάιρο, Φραντσέσκο ντελ- — (Francesco del Cairo, 1598 – 1674)). Ιταλός ζωγράφος. Το έργο του είχε επιρροές από την τεχνοτροπία του Καραβάτζιο. Καλύτεροι πίνακές του θεωρούνται το Μαρτύριο του Αγίου Στεφάνου (Μιλάνο), Η Παναγία με το θείο Βρέφος (Μοναστήρι της Παβίας) και η …   Dictionary of Greek

  • Ααρών Μπεν Ελιγιά — (Κάιρο 1300 – Κωνσταντινούπολη 1396).Εβραίος φιλόσοφος. Έζησε κυρίως στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας. Είναι γνωστός και ως Α. o Νεότερος. Η φιλοσοφία του βασίζεται στη λογική και οι ιδέες του για τον κόσμο είναι υλιστικές, χωρίς ωστόσο να αρνείται… …   Dictionary of Greek

  • Αναγνώστου-Μπουκουβάλα, Ιωάννα — (Κάιρο 1904 – Αθήνα 1992). Μουσικός, φιλόλογος, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Σπούδασε μουσική στο Ωδείο Αθηνών και φιλολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ έκανε μεταπτυχιακές φιλολογικές και μουσικολογικές σπουδές στο… …   Dictionary of Greek

  • Βαλσάμη, Νόρα — (Κάιρο 1946 –). Ηθοποιός. Με σπουδές χορού και ρυθμικής, η Β., γεννημένη στην Αίγυπτο, ακολούθησε στην Αθήνα πια την υποκριτική στη σχολή Θεοδοσιάδη. Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1966 με τις ταινίες Οι κυρίες της αυλής και… …   Dictionary of Greek

  • Βαρδαλάχος, Κωνσταντίνος — (Κάιρο 1755 – Κύθνος 1830). Λόγιος και διδάσκαλος του Γένους. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Αλεξάνδρεια και στη Σύμη, σπούδασε φυσικές επιστήμες και ιατρική στην Πάντοβα, όπου είχε συμφοιτητή τον Ιωάννη Καποδίστρια. Στη συνέχεια δίδαξε στις …   Dictionary of Greek

  • Γαζόπουλος, Ιωάννης — (Κάιρο 1893 – Αθήνα 1973). Χημικός, καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας επιστημονικών έργων. Σπούδασε χημεία στα πανεπιστήμια της Ζυρίχης και του Βερολίνου. Εργάστηκε αρχικά ως επιμελητής στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Διορίστηκε επιμελητής… …   Dictionary of Greek

  • Γιακούμπ, Μαγκντί Χαμπίμπ, σερ — (Κάιρο 1935 –). Αιγύπτιος καρδιοχειρουργός. Σπούδασε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Καΐρου και συμπλήρωσε τις σπουδές του στο British Heart Foundation. Ειδικεύτηκε στην καρδιοχειρουργική και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μεταμόσχευση… …   Dictionary of Greek

  • Ζουμπουλάκη, Βούλα — (Κάιρο 1930 –). Ηθοποιός του θεάτρου. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, στη σχολή μονωδίας του Εθνικού Ωδείου, καθώς επίσης και στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρωτοεμφανίστηκε στη Λυρική Σκηνή στον Χορό μεταμφιεσμένων… …   Dictionary of Greek

  • Ισμαήλ πασάς — (Κάιρο 1830 – Κωνσταντινούπολη 1895). Ηγεμόνας της Αιγύπτου. Ήταν γιος του Ιμπραήμ πασά και σπούδασε στη Γαλλία, όπου έζησε έως το 1849. Όταν διαδέχθηκε το 1864 τον θείο του Σαΐντ πασά στον θρόνο της Αιγύπτου, ο σουλτάνος του απένειμε τον τίτλο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»