-
61 καινοποιεῖν
-
62 καινοποιείσθαι
-
63 καινοποιεῖσθαι
-
64 καινοποιείται
-
65 καινοποιεῖται
-
66 καινοποιηθείσα
-
67 καινοποιηθεῖσα
-
68 καινοποιηθείσιν
-
69 καινοποιηθεῖσιν
-
70 καινοποιοίς
-
71 καινοποιοῖς
-
72 καινοποιούντες
-
73 καινοποιοῦντες
-
74 καινοποιούσα
-
75 καινοποιοῦσα
-
76 καινοποιούσαν
-
77 καινοποιοῦσαν
-
78 καινοποιών
καινοποίαcomplete change: fem gen plκαινοποιέωmake new: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
79 καινοποιῶν
καινοποίαcomplete change: fem gen plκαινοποιέωmake new: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
80 καινοποιήσας
καινοποιήσᾱς, καινοποιέωmake new: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
καινοποιήσει — καινοποιέω make new aor subj act 3rd sg (epic) καινοποιέω make new fut ind mid 2nd sg καινοποιέω make new fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοποιήσῃ — καινοποιέω make new aor subj mid 2nd sg καινοποιέω make new aor subj act 3rd sg καινοποιέω make new fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοποιεῖ — καινοποιέω make new pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καινοποιέω make new pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοποιοῦ — καινοποιέω make new pres imperat mp 2nd sg (attic) καινοποιέω make new imperf ind mp 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοποιοῦσιν — καινοποιέω make new pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) καινοποιέω make new pres ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκαινοποιημένον — καινοποιέω make new perf part mp masc acc sg καινοποιέω make new perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοποιεῖν — καινοποιέω make new pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοποιεῖσθαι — καινοποιέω make new pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοποιεῖται — καινοποιέω make new pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοποιηθεῖσα — καινοποιέω make new aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοποιηθεῖσιν — καινοποιέω make new aor part pass masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)