-
101 καθ-ετήρ
καθ-ετήρ, ῆρος, ὁ (καϑίημι), 1) Alles, was man in Etwas hinabläßt, hineinsteckt, um darin zu untersuchen, bes. in der Chirurgie, Sonde, auch seine Spitze zu Einspritzungen in die Harnblase, zusammengedrehte Charpie, sie in eine Wunde zu stecken, Medic. – 2) bei Artemid. 2, 14 Angelruthe. – 3) = κάϑεμα, unter weiblichen Schmucksachen genannt, Poll. 5, 98, Clem. Al.
-
102 καθ-ευρίσκω
καθ-ευρίσκω (s. εὑρίσκω), auffinden; καϑευρέϑη τάφον κοσμοῠσα, sie wurde dabei ertappt, Soph. Ant. 391; Luc. Ocyp. 68.
-
103 καθ-εψιάομαι
καθ-εψιάομαι, verspotten, illudere, τινός, Od. 19, 372, Schol. καϑάπτεσϑαι, λοιδορεῖσϑαι.
-
104 καθ-εψέω
-
105 καθ-εψής
-
106 καθ-εύρεμα
καθ-εύρεμα, τό, Erfindung, Sp.
-
107 καθ-ιερωτικός
καθ-ιερωτικός, ή, όν, einweihend, Rhett. V p. 14.
-
108 καθ-ιερόω
καθ-ιερόω, ion. κατιρόω, heiligen, weihen; ἐμοὶ τραφείς τε καὶ καϑιερωμένος Aesch. Eum. 304; οἴκημα, τὴν οὐσίην κατιρῶσαι, Her. 1, 92. 164; τῷ ϑεῷ τι Plat. Legg. V, 745 d, öfter; καϑιερωϑὲν τοῦτο τὸ νόμιμον VIII, 839 b, u. öfter von gesetzlichen Vestimmungen. Bei Plut. Cam. 21 u. a. Sp. ἑαυτοὺς τῷ δαίμονι ὑπὲρ τῆς πατρίδος, se diis devovere.
-
109 καθ-ιερεύω
καθ-ιερεύω, opfern, schlachten; Plat. Phaedr. 252 c; Arist. Eth. 7, 6; ἐπὶ τῆς ἑστίας τὸν ἱκέτην D. Hal. 8, 1.
-
110 καθ-ειργμός
καθ-ειργμός, ὁ, das Einschließen, Sp.
-
111 καθ-ιερο υργέω
καθ-ιερο υργέω, dasselbe, D. Sic. 20, 14.
-
112 καθ-εκτικός
καθ-εκτικός, ή, όν, an-, fest-, zurückhaltend; κοτυληδόνας καϑεκτικὰς ὧν λαμβάνουσι Arist. H. A. 10, 3; Sp., καὶ ἰξῶδες Artemid. 2, 14.
-
113 καθ-εκτέον
καθ-εκτέον, adj. verb. zu κατέχω, man muß zurückhalten, Plut. Cat. min. 63.
-
114 καθ-ικετεύω
καθ-ικετεύω, verstärktes simplex; σιγήσομαι ἅ μου καϑικετεύσατε Eur. Hel. 1024; τινά, anflehen, Ath. VII, 283 f; τινί, ἀπικομένῃ τῇ μητρὶ κατικέτευε Her. 6, 68. – Med. in derselben Bdtg, Eur. Or. 324.
-
115 καθ-ικμαίνω
-
116 καθ-ειμένως
καθ-ειμένως, adv. zum part. perf. von καϑίημι, nachgelassen, sanft, ohne Strenge.
-
117 καθ-ικνέομαι
καθ-ικνέομαι (s. ἱκνέομαι), hinabkommen, hingelangen, treffen, bes. schmerzlich berühren; πένϑος καϑίκετό με, Leid traf mich, Od. 1, 342; μάλα πώς με καϑίκεο ϑυμὸν ἐνιπῇ, gar sehr trafst du mir die Seele mit dem Vorwurfe, Il. 14, 104; ähnl. Soph. κάρα διπλοῖς κέντροισί μου καϑίκετο O. R. 809; gew. c. gen., τοῖς δυναμένοις καϑικέσϑαι τῆς ψυχῆς, die Seele treffen, rühren, Plat. Ax. 369 e; vgl. Luc. Nigr. 35; κονδύλῳ καϑικόμενος αὐτοῦ Plut. Alc. 7, u. a. Sp., leiblich u. geistig Einen antasten, schelten, βακτηρίᾳ καϑικνεῖ. ταί τινος Sext. Emp. adv. log. 1, 188; – erreichen, erlangen, τῆς προκειμένης ἐπιβολῆς Pol. 2, 38, 8, τῆς ἀρχῆς 6, 35, 5, τῆς προϑέσεως 4, 50, 10.
-
118 καθ-εκούσιος
καθ-εκούσιος, = simplex, LXX.
-
119 καθ-ειλίσσω
καθ-ειλίσσω, = καϑελίσσω.
-
120 καθ-ιζάνω
καθ-ιζάνω if, ἱζάνω), sich setzen, sich niederlassen; ϑεοὶ ϑῶκόνδε καϑίζανον Od. 5, 3; εἰς ϑρόνους Aesch. Eum. 29; ἡ μέλιττα ἐφ' ἅπαντα τὰ βλαστήματα Isocr. 1, 52; eben so construirt Arist. H. A. 8, 17; παρά τινα Polyaen. 8, 64.
См. также в других словарях:
καθ' έτος — καθ ἔτος (Α) αντί κατ ἔτος, με δάσυνση τού τ. πρβλ. εφέτος, δωδεχέτης κ.ά … Dictionary of Greek
καθ' — καθά , καθά according as indeclform (adverb) καθό , καθό in so far as indeclform (adverb) κατά , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆθ' — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἆ̱ται , ἄτη bewilderment fem nom/voc pl ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆθ' — εἶτι , εἶμι ibo pres ind act 3rd sg (doric) εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) εἶτε , εἰμί sum pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθ' — κάτα , κάτος following neut nom/voc/acc pl κάτε , κάτος following masc/fem voc sg κάτα , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ СИНАИТ — [греч. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης] (ок. 1275, сел. Кукул, близ Клазомен, М. Азия 27.11.1346 (?), Парория, в сев. части совр. хребта Странджа (Истранджа)), прп. (пам. 8 авг., греч. 6 апр.), один из важнейших деятелей исихастского возрождения XIV в.,… … Православная энциклопедия
ИИСУС ХРИСТОС — [греч. ᾿Ιησοῦς Χριστός], Сын Божий, Бог, явившийся во плоти (1 Тим 3. 16), взявший на Себя грех человека, Своей жертвенной смертью сделавший возможным его спасение. В НЗ Он именуется Христом, или Мессией (Χριστός, Μεσσίας), Сыном (υἱός), Сыном… … Православная энциклопедия
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
Locrian Greek — (Locrian dialect, Greek: Λοκρική διάλεκτος) is one of the ancient Greek dialects, which was spoken by the Locrians in Locris, Central Greece. It is classified as a dialect of Doric Northwest Greek. The Locrians were divided into two, the Ozolian… … Wikipedia
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek