-
41 кросна
κ. кросны πλθ. (διαλκ.)1. αργαλειός.2. στημόνι καθώς και το ύφασμα. -
42 любовник
-а α.-ница, -к θ. αγαπητικός, -ιά, ερωμένος, -η, εραστής. || πλθ. -и οι ερωτευμένοι.εκφρ.первый любовник – παλ. ο ρόλος νεαρού ερωτευμένου θεατρικού έργου καθώς και ο ηθοποιός αυτού του ρόλου. -
43 манго
ουδ. άκλ. μανγιαρία, δέντρο των Ινδιών καθώς και ο καρπός του. -
44 мангостан
-а α.μαγγουστανία, δέντρο καθώς και ο καρπός του. -
45 маслина
-ы θ.ελιά, ελαιόδεντρο καθώς και ο καρπός, ελαιόκαρπος. -
46 матлот
-
47 меринос
-а α.το μερινό, ράτσα πρόβατου καθώς και το μαλλί του. -
48 мирабель
-и θ.είδος προύμνης καθώς και οι καρποί της. -
49 молдовеняска
-и θ.μολδάβικος χορός καθώς και η μουσική του. -
50 монастырь
-я α.μοναστήρι, μονή λαύρα•мужской монастырь μοναστήρι καλόγερων•
женский μοναστήρι καλογριών.
|| η μοναστηριακή κοινότητα ή κοινόβιο. || η εκκλησία καθώς και όλη η μοναστηριακή ιδικτησία.εκφρ.подвести под монастырь – (απλ.) φέρνω σε δύσκολη θέση. -
51 морошка
-и θ.βάτος το χαμαίμορο ή ρού-βος καθώς και οι καρποί αυτού. -
52 наклёв
-а α.σπάσιμο του αβγού με το ράμφος καθώς και το σπασμένο μέρος αυτού. -
53 налив
-а α.1. χύση, χύσιμο• έκχυση. || γέμισμα•бутылка полного -а μποκάλι γεμάτο.
2. (για καρπούς, κόκκους) φούσκωμα, ζούμωμα. || χυμός, ζουμί.εκφρ.белый налив – είδος μηλιάς καθώς και τα γλυκόξινα μήλα της. -
54 невидальщина
-ы θ. παλ. βλ. невидаль καθώς κ. εκφράσεις. -
55 нетто
επ.χωρίς γένη κ. άκλ. καθώς κ.επίρ. (για βάρος) καθαρό(ς), νέτο(ς). -
56 облепиха
-и θ.η πυράκανθος καθώς και οι καρποί της. -
57 околоточный
επ.1. του αστυνομικού τμήματος.2. ως ουσ. αστυνομικός διοικητής τμήματος καθώς και ο βαθμός αυτού.εκφρ.околоточный надзиратель – βλ. 2 σημ. -
58 окольничий
-его α. ανώτερο αξίωμα των βογιάρων, καθώς και ο ίδιος ο βογιάρος. -
59 олива
-ы θ.ελιά, ελαια, ελαιόδεντρο καθώς και ο καρπός•дикая олива η αγριελιά•
уро-жш олив ελαιοπαραγωγή•
сбор олив ελαιο-συγκομιδή, λιομάζωμα.
-
60 он
он 1его, ему, его, им, о нём (στις πλάγιες πτώσεις παίρνει στην αρχή το γράμμα Η, αν βρίσκεται μετά τις προθέσεις: от него, к нему, на него, с ним, о нём), προσ. αντων. 3ου προσώπου καθώς και κτητ. αντωνυμία αυτός•он читает αυτός διαβάζει•
его дом το σπίτι του•
за ним μετά (πίσω) απ αυτόν•
он сам αυτός ο ίδιος.
|| (σε συνδυασμό με το μόριο вот αποκτά σημ. δεικτικής αντωνυμίας)• αυτός•вот он να αυτός, νάτος•
вот он я εγώ είμαι αυτός, νά με.
|| ως ουσ. ο αγαπητικός, ο ερωμένος ο ήρωας μυθιστορήματος•я ей не он εγώ δεν είμαι ο αυτός της.
εκφρ.пусть (пускай) его – (για αδιαφορία) άφησε τον, άς τον(ε)..он 2άκλ. ουδ. παλ. ονομασία του γράμματος «О».
См. также в других словарях:
καθώς — even as indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθώς — (AM καθώς) Ι επίρρ. με αυτόν τον τρόπο, με τον τρόπο πού, όπως (α. «καθώς καθόσουν βέβαια θά πεφτες» β. «καθώς μού είπες έκανα» γ. «ἀγαπᾱτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾱς», ΚΔ) νεοελλ. φρ. α) «καθώς πρέπει» ευπρεπής, ευυπόληπτος β. «καθώς και» όπως … Dictionary of Greek
καθώς — 1. αναφ. επίρρ., όπως: Δε θα γίνουν σύντομα εκλογές, καθώς ακούω. 2. χρον. σύνδ., ενώ, μόλις, όταν: Καθώς τον είδα να τραβάει το πιστόλι του, φοβήθηκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek