-
1 καθημερινός
[кагимэринос] εκ. ежедневный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καθημερινός
-
2 будничный
-
3 дневной
дневной ημερήσιος, καθημερινός \дневной заработок το με ροκάματο \дневной спектакль η απογευματινή παράσταση \дневнойая смена η πρωινή βάρδια* * *ημερήσιος, καθημερινόςдневно́й за́работок — το μεροκάματο
дневно́й спекта́кль — η απογευματινή παράσταση; πρωινή βάρδια
-
4 ежедневный
-
5 будничный
бу́дни||чныйприл1. ἐργάσιμος, καθημερινός:\будничныйчный день ἡ ἐργάσιμη (ή)μέρα, ἡ καθημερινή; \будничныйчное платье τά καθημερινά;2. трен. συνηθισμένος, καθημερινός. -
6 ежедневный
επ.καθημερινός, ημερήσιος•-ая газета καθημερινή εφημερίδα.
|| συνηθισμένος, απλός, καθημερινός•-ые заботы καθημερινές φροντίδες•
-ое платье καθημερινό φόρεμα.
-
7 ежедневно
καθημερινάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ежедневно
-
8 повседневность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > повседневность
-
9 ежедневный
ежедневн||ыйприл καθημερινός. ежели союз уст. см. если, -
10 житейский
житейск||ийприл καθημερινός· ◊ \житейскийое дело разг συμβαίνουν αὐτά στή ζωή. -
11 затрапезный
затрапезныйприл разг καθημερινός, συνηθισμένος:\затрапезный вид μέ τά καθημερινά. -
12 повседневный
повседневн||ыйприл καθημερινός, τακτικός:\повседневныйая работа ἡ καθημερινή (или ἡ τακτική) ἐργασία. -
13 бытовой
[μπυταβόϊ] επ. καθημερινός -
14 житейский
[ζυτιέϊσκιϊ] εκ. καθημερινός -
15 затрапезный
[ζατραπιέζνυϊ] εκ. καθημερινός -
16 бытовой
[μπυταβόϊ] επ καθημερινός -
17 житейский
[ζυτιέϊσκιϊ] επ καθημερινός -
18 затрапезный
[ζατραπιέζνυϊ] επ καθημερινός -
19 будничный
κ. буднишний, επ.1. βλ. будний. || καθημερινός•-ое платье καθημερινό (οικιακό) φόρεμα•
-ая работа η καθημερινή δουλιά.
2. πληκτικός, ανιαρός, μονότονος, άχαρος•-ая жизнь ανιαρή ζωή.
-
20 вседневный
επ. παλ. καθημερινός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καθημερινός — και καθημερνός και καθεμερνός ή, ό (AM καθημερινός, ή, όν) 1. αυτός που γίνεται κάθε μέρα (α. «καθημερινές ασχολίες» β. «καθημερινά γυμνάσια», Αιλ.) 2. αυτός που επαναλαμβάνεται κάθε μέρα, συνηθισμένος («αυτό το βάσανο έγινε πια καθημερινό»)… … Dictionary of Greek
καθημερινός — καθημέριος day by day masc nom sg καθημερινός day by day masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθημερινός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται κάθε μέρα, ημερήσιος: Μας ταλαιπωρούν οι καθημερινές ασχολίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθημερινά — καθημέριος day by day neut nom/voc/acc pl καθημερινά̱ , καθημέριος day by day fem nom/voc/acc dual καθημερινά̱ , καθημέριος day by day fem nom/voc sg (doric aeolic) καθημερινός day by day neut nom/voc/acc pl καθημερινά̱ , καθημερινός day by day… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιούσιος — α, ο (AM ἐπιούσιος, ον) 1. ο επαρκής για την κάθε μέρα (άρτος), ο αναγκαίος, ο καθημερινός («τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῑν σήμερον», ΚΔ) κατά τον Ωριγένη η λ. «ἔοικε πεπλάσθαι ὑπὸ τῶν εὐαγγελιστῶν» 2. (το αρσ. ως ουσ. κατά παράλειψη τού… … Dictionary of Greek
ημερήσιος — Ο καθημερινός, αυτός που διαρκεί μία ημέρα.η. διάταξη. Το σύνολο των ζητημάτων που πρόκειται να συζητηθούν από ένα σώμα, ιδιαίτερα νομοθετικό, μία ορισμένη ημέρα. η. κίνηση του ουρανού.Η περιστροφή της ουράνιας σφαίρας μέσα σε 24 ώρες ή… … Dictionary of Greek
καθημερούσιος — α, ο (Μ καθημερούσιος, ον) 1. ο καθημερινός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) καθημερούσιο(ν) καθημερινά. επίρρ... καθημερούσιως (Μ) καθημερινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἡμερ ούσιος «καθημερινός»] … Dictionary of Greek
καθημερινῶν — καθημέριος day by day fem gen pl καθημέριος day by day masc/neut gen pl καθημερινός day by day fem gen pl καθημερινός day by day masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθημερινόν — καθημέριος day by day masc acc sg καθημέριος day by day neut nom/voc/acc sg καθημερινός day by day masc acc sg καθημερινός day by day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
повьседьниныи — (1*) пр. Постоянный: повсед҃ниныѧ же бѣды ѥлико приѥмлемъ съгрѣшающа. (καϑημερινος) ПНЧ к. XIV, 83в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
повьседьньныи — (6*) пр. Каждодневный, ежедневный: въ слѹжбѣ по||всед҃нънѣи. (καϑημερινῇ) ПНЧ 1296, 98–98 об.; Блѹдныи бѣсъ блюдеть ризю [так!] мнихомъ. аще пов҃седньна есть. ли ина паче же бесѣды ра(д). и се бо ѹставъ блѹда есть. (καϑημερινός) ПНЧ к. XIV, 101а; … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)