-
1 Καθίσατε
СядьтеκαθίσατεΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Καθίσατε
-
2 καθίσατε
посидитеΚαθίσατεΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καθίσατε
См. также в других словарях:
καθίσατε — καθίζω aB* aor imperat act 2nd pl καθί̱σατε , καθίζω aB* aor ind act 2nd pl καθίζω aB* aor ind act 2nd pl (homeric ionic) καθίζω aB* aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)