-
1 καθέσιμον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθέσιμον
См. также в других словарях:
καθέσιμον — καθέσιμον, τὸ (Α) [καθίζω] (ενν. αργύριον) επιγρ. χρηματική χορηγία … Dictionary of Greek
1 καθέσιμον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθέσιμον
καθέσιμον — καθέσιμον, τὸ (Α) [καθίζω] (ενν. αργύριον) επιγρ. χρηματική χορηγία … Dictionary of Greek